Το Κεφάλαιο κατά τον Αριστοτέλη («Πολιτικά», «Ηθικά Νικομάχεια») είναι δύο ειδών: Παραγωγικό και Χρηματιστικό. Και το μεν Παραγωγικό είναι επαινετέο γιατί συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγής, το δε Χρηματιστικό είναι απευκτέο γιατί προάγει μόνον τον πλουτισμό του κατόχου του διά του Τόκου…
Για το λόγο τούτο λέγεται και Τοκοφόρο Κεφάλαιο (Marx) ή Τραπεζικό γιατί ευρίσκεται κυρίως στις τράπεζες με κάτοχό του τους τραπεζίτες. Είναι δίκαιο λοιπόν, τη στιγμή που έχουμε προτείνει για την προκύπτουσα υπεραξία του παραγωγικού κεφαλαίου το μοίρασμά της σε δύο ίσα μέρη εκ των οποίων το ένα να το καρπούται ο κάτοχος του κεφαλαίου και το άλλο το κράτος (βλ. το άρθρο μου «Συναγωνιστική Οικονομία», περ. «Χ.Α.», τεύχος 145), η προκύπτουσα Υπεραξία του τραπεζικού κεφαλαίου να μηδενισθεί.
Προς το σκοπό αυτό πολλάκις έχουμε προτείνει την εξίσωση των επιτοκίων δανεισμού i% και ταμιευτηρίου s%. Τότε φυσικά και η επένδυση Ι θα ισούται με την συνολική (δηλ. ιδιωτική και κρατική) αποταμίευση S. Θα πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί και να διακρίνουμε μεταξύ i και Ι, ή το s από το S, γιατί ενδέχεται να έχουμε I = S και χωρίς i = s, το οποίο παράγει την υπεραξία που εκμεταλεύονται οι τραπεζίτες.
Για να το δούμε αυτό γραφικά θεωρούμε το διάγραμμα προσφοράς-ζήτησης του χρήματος (βλ. Σχ. 1). Στον οριζόντιο άξονα είναι το Ι και το S, και στον κατακόρυφο άξονα το επιτόκιο r. Και το μεν Ι είναι μία συνάρτηση I(r ) του r που συμβαίνει να είναι η υπερβολή I(r ) = 1/r, το δε S, που είναι περίπου αμετάβλητο, παρίσταται από μία ευθεία πολύ μεγάλης κλίσεως. Η τομή των καμπυλών Ι και S στο Α μας δίνει κανονικά το σημείο ισορροπίας προσφοράς (S) και ζήτησης (Ι) του χρήματος σε μία κλειστή οικονομία.
Στο σημείο Α έχουμε r = i = s, και φυσικά I = S με αμφότερα έστω Ι0 και S0 . Προφανώς η συνθήκη ισορροπίας της οικονομίας επίσης πληρούται για I = S. Αλλά η συνθήκη ισορροπίας της οικονομίας I = S πληρούται και για Ι = Ι1 και S = S1 (βλ. Σχ. 1). Αυτό ακριβώς εκμεταλεύονται οι τραπεζίτες και κρατάνε καθηλωμένα τα Ι και S στην θέση Ι1 = S1. Και τούτο γιατί στην περίπτωση αυτή τα αντίστοιχα επιτόκια i1 και s1 ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ, δίδοντα λαβή στο σχηματισμό της υπεραξίας. Συγκεκριμένα ο τόκος που δίνει η τράπεζα στους αποταμιευτές είναι ΤS = s1*S1 (= εμβαδόν του ορθογωνίου ΟΖΓΔ), ενώ αυτός που παίρνει από τους επενδυτές είναι ΤΙ = i1*I1 (= εμβαδόν του ορθογωνίου ΟΖΒΕ). Η διαφορά των δύο εμβαδών είναι ΤΙ - ΤS = (i1-s1)*S1 = (i1-s1)*I1 , δηλ. το εμβαδόν του ορθογωνίου ΔΓΒΕ και αυτή είναι η Υπεραξία Υ την οποία καρπούται ο τραπεζίτης!
Προφανώς για τη θέση ισορροπίας της προσφοράς-ζήτησης χρήματος στο Α δεν σχηματίζεται καθόλου υπεραξία. Φυσικά ο τραπεζίτης ενδιαφέρεται για τη μεγιστοποίηση του Υ μόνον, αδιαφορώντας για τη μεγιστοποίηση του I = S (που εξασφαλίζεται στο σημείο Α, αντιστοιχούντος στον μηδενισμό του Υ). Για το Εθνικό Κράτος όμως σημασία έχει μόνον το τελευταίο. Γι’ αυτό και προτείνουμε τον ΜΗΔΕΝΙΣΜΟ του Υ στις τράπεζες. Βέβαια ο μηδενισμός του Υ δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά έχει τόση σημασία για το Εθνικό Κράτος διότι συνεπάγεται την επίτευξη του μεγαλυτέρου δυνατού ρυθμού ανάπτυξης, δηλ. αύξησης του ΑΕΠ. Τούτο είναι προφανές διαισθητικά, αλλά μπορεί να προκύψει και γραφικά από τις οικείες καμπύλες αποταμίευσης SS και επένδυσης ΙΙ του Σχ. 2, όπου η τομή τους Α (αντιστοιχούσα σε ΑΕΠ ΟΒ) καθορίζει τη θέση ισορροπίας της οικονομίας. Επειδή το Ι είναι ευαίσθητο στο επιτόκιο, ενώ το ίδιο δεν  συμβαίνει με το S, σε μια δεδομένη μεταβολή των επιτοκίων το Ι αυξάνεται πολύ περισσότερο από το S. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το S δεν μεταβάλλεται καθόλου, ενώ αυξάνεται το Ι, από τη θέση ΙΙ στη θέση Ι΄Ι΄. Βλέπουμε λοιπόν από το σχήμα ότι η νέα τομή ισορροπίας Γ αντιστοιχεί σε ΑΕΠ ΟΔ > ΟΒ. Έτσι, παρατηρούμε ότι το ΑΕΠ = Q αυξάνεται, και επομένως η ανάπτυξη επιταχύνεται, ύστερα από μία αύξηση του Ι.
Θα μπορούσαμε εκτός από ποιοτικά να βρούμε και ποσοτικά την αύξηση ΔQ του ΑΕΠ από την αύξηση ΔΙ της επένδυσης, αν γνωρίζαμε τον πολλαπλασιαστή επενδύσεων λ = 1/MPS = 1/(1-MPC) (όπου MPS είναι η «οριακή ροπή προς αποταμίευση» και MPC η «οριακή ροπή προς κατανάλωση»), από τον τύπο ΔQ = λΔΙ. Μπορούμε όμως και διαφορετικά να βρούμε την ποσοστιαία μεταβολή του προϊόντος Q, που είναι δQ/Q, από την ποσοστιαία μεταβολή του Ι, που είναι αντίστοιχα δΙ/Ι, ως εξής. Ξεκινάμε από τη «θεμελιώδη εξίσωση της λογιστικής της ανάπτυξης». Αν λοιπόν γράψουμε τη συνάρτηση παραγωγής ως Q = T F(K, L), όπου Κ είναι η εισροή του κεφαλαίου, L η εισροή της εργασίας και Τ ο συντελεστής της τεχνολογίας, τότε αποδεικνύεται ότι η ως άνω εξίσωση γράφεται:
δQ/Q = (¾)δL/L + (¼)δΚ/Κ + δΤ/Τ (1)
Υποθέτουμε ότι δεν υπάρχει τεχνολογική μεταβολή, οπότε ο τελευταίος όρος μηδενίζεται. Η επένδυση Ι μετατρέπεται σε κεφαλαιουχικά αγαθά και έτσι θέτουμε Ι αντί για Κ. Τότε η (1) μετατρέπεται σε:
δQ/Q = (¾)δL/L + (¼)δI/I. (2)
Εδώ θα χρησιμοποιήσουμε τον Νόμο του Okun, ο οποίος μας λέγει ότι προσεγγιστικά
δ(Q-QP)/Q = - 2δΑ/L, (3)
όπου έχουμε υποθέσει ότι η ανεργία Α δεν είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με το 100%
και όπου QP παριστά το δυνητικό προϊόν. Επειδή όμως υποθέσαμε ότι απουσιάζει η τεχνολογική μεταβολή και επειδή επί πλέον υποθέτουμε ότι το εργατικό δυναμικό δεν αυξάνει, είναι εύλογο να θεωρήσουμε το QP σταθερό, οπότε ο Νόμος του Okun μας δίνει κατά προσέγγιση
δQ/Q = +2δL/L, (4)
γιατί δL+δΑ = 0, καθόσον υποθέτουμε ότι το εργατικό δυναμικό δεν αυξάνει. Εισάγοντας τη σχέση αυτή στην εξίσωση (2), λαμβάνουμε τελικά κατά προσέγγιση
δQ/Q = 0,4 δΙ/Ι. (5)
Αυτή είναι η ποσοτική σχέση μεταξύ δΙ και δQ που ζητούσαμε. Ας εφαρμόσουμε τώρα αυτή τη σχέση στην περίπτωσή μας. Η επένδυση Ι γνωρίζουμε ότι δίνεται συναρτήσει του επιτοκίου r από την υπερβολή
Ι = 1/r (6)
Διαφορίζοντας τη σχέση αυτή παίρνουμε
δΙ = - δr/r2 (7)
Aν λοιπόν εισαγάγουμε τις σχέσεις (6) και (7) στην (5), προκύπτει
δQ/Q = - 0,4 δr/r (8)
Για παράδειγμα, στην υποθετική περίπτωση που το επιτόκιουποδιπλασιάζεται, δηλ. δr = - 0,5 r, λαμβάνουμε
δQ/Q = 0,2 (9)
Αυτό σημαίνει με λόγια ότι, αν το επιτόκιο δανεισμού υποδιπλασιασθεί, τότε το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 20%! Βλέπουμε λοιπόν από το παράδειγμα αυτό πόσο κρίσιμο είναι το επιτόκιο δανεισμού για την ανάπτυξη και το τεράστιο όφελος που θα προείρχετο από τη μείωσή του για μια Εθνική Οικονομία. Από αυτό προκύπτει η ανάγκη της μείωσης του επιτοκίου αυτού όσον είναι δυνατόν περισσότερο. Έτσι η μέγιστη μείωσή του, που συμβαίνει όταν εξισωθεί με το επιτόκιο ταμιευτηρίου (i = s), θα μας δώσει το μέγιστο δυνατό ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Γι’ αυτό και στο Εθνικό Κράτος που οραματιζόμαστε θα πρέπει να καθιερωθεί αυτή η σχέση (i = s) διά Νόμου και να μηδενισθεί έτσι η τραπεζική υπεραξία Υ. Ευχής έργο θα ήταν αυτή η καθιέρωση να γίνει άμεσα, διότι «οι καιροί ου μενετοί», ιδίως οι χαλεποί καιροί που διερχόμαστε.
Ε.Χ.
χryshaygh.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου