Blogger Widgets

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΘΛΗΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ


Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός στη μακραίωνη πορεία της ανθρωπότητας ότι τα περισσότερα “κακά”, που βασανίζουν τους ανθρώπους, προέρχονται από την κακή χρήση των “καλών”. Ανάμεσα στα πολλά “καλά” που έχει επινοήσει ο άνθρωπος, για να “ευφραίνει” την ψυχή του και να καλλιεργεί το πνεύμα του, είναι και ο αθλητισμός.



 Ο αθλητισμός, που, όπως έχουμε μάθει ν’ ακούμε από τους διάφορους “επαΐοντες”, προάγει τον πολιτισμό και ενώνει τους ανθρώπους. Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά υπάρχει μια τρομερή διαφορά. Άλλο πράγμα είναι ο αθλητισμός και άλλο πράγμα το αθλητικό παιχνίδι.
Σήμερα, που η Νέα Τάξη Πραγμάτων προσπαθεί να επιβληθεί παγκοσμίως, “επενδύει” στα αθλητικά και αγωνιστικά δρώμενα, για να μπορέσει να χειραγωγήσει τις μάζες. Φιλοδοξεί να τις παρασύρει στη λογική του “πολέμου” και των συγκρούσεων, ώστε να τις βάλει στο “παιχνίδι” της. Φιλοδοξεί να προσφέρει “θριάμβους” και νίκες σε ανθρώπους που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και οι οποίοι δεν την συμφέρει ν’ αντιδρούν και προπάντων να σκέφτονται. Η ανθρωπότητα κινδυνεύει να πέσει σε μια παγίδα τρομερή, που όμως δεν της είναι άγνωστη. Δεν “θυμάται” ότι αιώνες πριν και οι φτωχοί Ρωμαίοι γεύονταν “θριάμβους”, κάθε φορά που η πείνα τους απειλούσε το σύστημα. Δεν “θυμάται” ότι υπήρξε και στο παρελθόν “οπιομανής”, που η εξουσία την έλεγχε με τον πιο απόλυτο τρόπο.
Θα εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά, για να καταλάβει ο αναγνώστης τι ακριβώς ισχυριζόμαστε. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του αθλητισμού και του αθλητικού παιχνιδιού. Το σύστημα αυτήν τη διαφορά τη γνωρίζει, αλλά ποτέ δεν την διευκρινίζει, γιατί δεν το συμφέρει. Είναι σίγουρο ότι την γνωρίζει, γιατί επί αιώνες “παίζει” κι αυτό τα “παιχνίδια” του με τα αθλητικά παιχνίδια. Από την αρχαία Βαβυλώνα και τη Ρώμη μέχρι και τους Μάγια ή τους Ίνκας γνώριζαν οι πάντες στην εξουσία τη χρηστικότητα -για την εξουσία- της έννοιας του “αθλητικού παιχνιδιού”. Από τους νομάδες Αφγανούς, που παίζουν ένα περίεργο “πόλο” με “μπάλα” ένα πρόβατο, μέχρι το σημερινό πολυδιαφημισμένο “μουντιάλ” του ποδοσφαίρου, τα δεδομένα είναι ίδια. Με μέσον τα αθλητικά παιχνίδια η εξουσία εξυπηρετεί τις ανάγκες της. Με μέσον τα αθλητικά παιχνίδια χειραγωγεί τις μάζες και τις διατηρεί στη “διάθεση” που την βολεύει.
Η διαφορά μεταξύ του αθλητισμού και του αθλητικού παιχνιδιού είναι τεράστια. Τόσο τεράστια, που θα μπορούσε κάποιος ανενδοίαστα να πει ότι δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Ο αθλητισμός απευθύνεται στην ευφυΐα του ανθρώπου, ενώ το αθλητικό παιχνίδι απευθύνεται στο ένστικτο του ανθρώπου. Ως εκ τούτου ο αθλητισμός είναι ελάχιστα εκμεταλλεύσιμος για την εξουσία, ενώ με τα αθλητικά παιχνίδια συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Το αθλητικό παιχνίδι δεν έχει καμία σχέση με τον πολιτισμό και την ειρήνη. Το αθλητικό παιχνίδι είναι μια σύγκρουση αντιπάλων και έχει “συγγένεια” με την έννοια του “πολέμου”. Δεν ενώνει τους ανθρώπους. Τους διχάζει και μπορεί να τους φέρει στα πρόθυρα της σύγκρουσης. Τους “φορτίζει”, μέχρι του σημείου να τους οχλοποιεί και να τους παραδίδει στην εξουσία προς εκμετάλλευση.
Είναι σε θέση και έχει αποδειχθεί άπειρες φορές στο παρελθόν ότι εξαιτίας ενός αθλητικού παιχνιδιού μπορεί να προκληθεί μέχρι και πόλεμος. Μπορεί να μαλώσουν αδέρφια μεταξύ τους ή να μαλώσουν άνθρωποι που είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους. Από ένα ασήμαντο αθλητικό γεγονός, που γίνεται για την ειρήνη και την ομόνοια, μπορεί να γεννηθούν άσβεστα μίση. Από τις κερκίδες των γηπέδων του Ζάγκρεμπ και του Βελιγραδίου ξεκίνησε ο γιουγκοσλαβικός εμφύλιος. Όταν θέλεις να μονιάσεις δύο ανθρώπους ή δύο λαούς, το τελευταίο το οποίο κάνεις, αν θέλεις πραγματικά να πετύχεις τον στόχο σου, είναι να διοργανώσεις ένα αθλητικό παιχνίδι προς τιμήν τους. Ακόμα και το πιο ακίνδυνο και βαρετό παιχνίδι μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα.
Όλα αυτά το σύστημα τα γνωρίζει. Γνωρίζει πώς να εκμεταλλευτεί την έννοια του “παιχνιδιού”, για να παθιάζει και να “χειραγωγεί” τις μάζες. Γνωρίζει πώς να “ξύνει” κοινωνικές ή άλλες “πληγές” με τα “παιχνίδια” και πώς στη συνέχεια να επωφελείται από τις συγκρούσεις. Γνωρίζει πώς την ασήμαντη “αιμορραγία” του γηπέδου να την μετατρέπει σε πραγματική κοινωνική “αιμορραγία”. Από τον αυτοκράτορα της Ρώμης, ο οποίος έλεγχε τους πληβείους της Ρώμης με τα πάθη του Κολοσσαίου, έως τους σημερινούς “σπόρτσμεν” πολιτικούς, τα πάντα είναι ίδια. Οι ίδιες επιδιώξεις, οι ίδιες υστεροβουλίες και τα ίδια ψέματα. Με “όχημα” τον αθλητισμό του πολιτισμού το σύστημα περνάει μέσα στην κοινωνία και τα αθλητικά παιχνίδια της βαρβαρότητας.
Αυτό το οποίο εφεύραν οι άνθρωποι, για να προάγουν τον πολιτισμό και την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, η εξουσία το “νοθεύει” για να προάγει τη βαρβαρότητα και να προκαλέσει ελεγχόμενους διχασμούς. Με “όχημα” ένα πολιτισμικό “καλό” μεταφέρεται μέσα στην κοινωνία ένα “κακό” της βαρβαρότητας. Το “καλό” του αθλητισμού ως έννοια είναι εφεύρημα των αρχαίων Ελλήνων. Ως έννοια συνδέεται με την έννοια του “άθλου”. Του άθλου, που πραγματοποιεί ο άνθρωπος και που γι’ αυτό τον θαυμάζουν οι συνάνθρωποί του.
Για να καταλάβει όμως κάποιος τι ακριβώς είναι ο άθλος, θα πρέπει να γνωρίζει την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Τι είναι ο άνθρωπος; Ένα ζώο στο βιολογικό επίπεδο, που έχει θεϊκά χαρακτηριστικά σ’ ότι αφορά το αντίστοιχο πνευματικό επίπεδο. Είναι ένα όν δηλαδή με διπλή φύση. Οι δύο αυτές διαφορετικές φύσεις έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και τα οποία έχουν διαφορετικά όρια. Όταν αυτά τα όρια ξεπερνιούνται, έχουμε το φαινόμενο του άθλου για τον άνθρωπο ο οποίος τα ξεπερνά. Αθλητής δηλαδή είναι αυτός που ανάμεσα στους υπόλοιπους ανθρώπους βρίσκεται -λόγω εκπαίδευσης ή ταλέντου- κοντά στα ανθρώπινα όρια και συχνά-πυκνά δοκιμάζει να τα ξεπεράσει.
Αυτά τα όρια, επειδή η κάθε φύση του ανθρώπου είναι διαφορετική, απαιτούν διαφορετικά προσόντα για να ξεπεραστούν. Όπως απαιτούνται για έναν δρομέα διαφορετικά σωματικά προσόντα -για να ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια της ταχύτητας- από έναν αρσιβαρίστα -για να ξεπεράσει επίσης τα ανθρώπινα όρια της δύναμης-, έτσι απαιτούνται και διαφορετικά προσόντα μεταξύ των “αθλητών” των διαφορετικών ανθρωπίνων φύσεων. Διαφορετικά προσόντα απαιτούνται για έναν φυσικό άθλο από αυτά τα οποία απαιτούνται για έναν πνευματικό.
Αθλητής είναι ένας δρομέας και αθλητής είναι και ένας ερευνητής-επιστήμονας. Το κοινό στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι ο κόπος που καταβάλει κάποιος για να καταφέρει τον στόχο του, καθώς και η νοοτροπία του. Οι αθλητές κοπιάζουν τρομερά, για να προετοιμαστούν για την πραγματοποίηση του άθλου τους. Είναι επίμονοι, φιλόπονοι, ανταγωνιστικοί και έτοιμοι να υποστούν την οποιαδήποτε θυσία, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τον στόχο τους. Αθλητές και ερευνητές δηλαδή είναι απόλυτα όμοιοι στη νοοτροπία τους.
Ενώ όμως οι αθλητές των δύο αυτών φύσεων είναι απόλυτα ίδιοι μεταξύ τους, υπάρχει διαφορά στα ιδιαίτερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα αθλήματα των δύο αυτών διαφορετικών φύσεων. Η διαφορά αυτή είναι η εξής: Είναι μια διαφορά η οποία έχει σχέση με τον “στίβο” όπου αγωνίζεται ο κάθε αθλητής της κάθε φύσης. Ο “στίβος” του σώματος είναι εξ αρχής ορισμένος και πεπερασμένος, ενώ ο “στίβος” του πνεύματος είναι “μεταβλητός” και σχεδόν άπειρος, καθώς παρακολουθεί τις ανάγκες του ανθρώπου. “Στίβος” για το πνεύμα μπορεί για παράδειγμα να είναι ένα απόκρυφο κείμενο ή μια επικίνδυνη αρρώστια που μαστίζει την ανθρωπότητα.
Αθλητές του πνεύματος είναι οι μελετητές, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να αποκωδικο­ποιήσουν ένα απόκρυφο κείμενο και αθλητές είναι επίσης και οι επιστήμονες, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να βρουν τη θεραπεία μιας αρρώστιας. Αθλητές δηλαδή είναι αυτοί οι οποίοι θα προσπαθήσουν να δοκιμάσουν τις δυνατότητές τους εκεί όπου ο μέσος άνθρωπος -ενώ ο “στίβος” τον αφορά- δεν μπορεί να παρακολουθήσει. Εκεί όπου ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να διακριθεί, γιατί δεν διαθέτει το απαραίτητο ταλέντο και βέβαια δεν έχει υποστεί την κατάλληλη προετοιμασία. Αθλητές δηλαδή είναι αυτοί οι οποίοι έχουν τα προσόντα να δοκιμάσουν να πετύχουν τον άθλο.
Θα ξεκινήσουμε την ανάλυση μας από τα πιο εύκολα, ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης τι ακριβώς συμβαίνει. Στο επίπεδο του σώματος τα πράγματα είναι περιορισμένα και σαφώς πιο εύκολα στην ανάλυσή τους. Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν αλλάζουν όσο και να προσπαθήσει. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει από τα όρια που καθορίζουν το “είδος” του ως “ζώο”. Δεν θα μπορέσει ποτέ να πετάξει στους ουρανούς όμοια με τους αετούς κι ούτε θα μπορέσει ποτέ να καταδυθεί στους ωκεανούς όμοια με τα κήτη. Είναι ένα ζώο χερσαίο και ως εκ τούτου τα μετρήσιμα σωματικά χαρακτηριστικά του είναι όμοια μ’ αυτά που αφορούν και τα υπόλοιπα χερσαία ζώα. Μπορεί να μετρηθεί η ταχύτητά του, η δύναμή του, η αλτικότητά του κλπ..
Όμως, ως “είδος” έχει κάποιες απόλυτες τιμές σ’ ότι αφορά τα χαρακτηριστικά αυτά. Τιμές, που έχουν υπολογιστεί για το ανθρώπινο είδος, όπως έχουν υπολογιστεί και για τα άλλα χερσαία είδη. Αν ανοίξει κάποιος μια εγκυκλοπαίδεια, θα δει τι ακριβώς είναι αυτές οι τιμές. Θα μάθει για παράδειγμα ότι το γρηγορότερο χερσαίο είδος είναι το τσιτάχ και μάλιστα θα δει και μια τιμή αυτής της ταχύτητάς του. Τέτοιου είδους μέγιστες τιμές έχουν όλα τα ζωικά είδη για κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά τους και αυτές είναι οι τιμές οι οποίες διαφοροποιούν τα “είδη” μεταξύ τους.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα “είδη” είναι και το ανθρώπινο. Ένα “είδος”, που είναι πιο αργό από το τσιτάχ ή τη γαζέλα, αλλά πολύ πιο γρήγορο από τη χελώνα ή το πρόβατο. Ένα είδος, που έχει μεγαλύτερη δύναμη έλξης από την αλεπού, αλλά λιγότερη δύναμη από έναν ελέφαντα. Γιατί τα λέμε όλα αυτά τα προφανή; Για να καταλάβει ο αναγνώστης τι ακριβώς είναι ο άθλος. Άθλος είναι να τρέξει ένας άνθρωπος πιο γρήγορα από ένα τσιτάχ. Άθλος είναι να τραβήξει πιο πολλά κιλά από έναν ελέφαντα. Άθλος είναι δηλαδή να ξεπεράσεις τις δυνατότητες του “είδους” σου.
Είναι αυτό δυνατόν; Όχι βέβαια. Γιατί; Γιατί δεν μπορείς να νικήσεις τη φύση σου. Δεν μπορείς να ξεπεράσεις τα όρια που έχει θέσει η φύση. Άρα τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτήν; Περιοριζόμαστε στη βάση της έννοιας του “άθλου”, που είναι το να είσαι ο καλύτερος του είδους σου. Ο ταχύτερος ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο ισχυρότερος ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο αλτικότερος ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτός ο οποίος με τις προσωπικές του επιδόσεις θα καθορίζει τις απόλυτες τιμές του είδους στο οποίο ανήκει. Ο άνθρωπος, που, για όσο διάστημα παραμένει ο καλύτερος σ’ ότι αφορά το επίτευγμά του, θα είναι αθάνατος.
Βασικό επίπεδο δηλαδή του άθλου είναι να είναι κάποιος ο “καλύτερος” της γενιάς του και το ανώτατο επίπεδο του άθλου είναι να είναι ο “καλύτερος” όλων των γενιών. Ο βασικός στόχος δηλαδή του αθλητή είναι να γίνει πρωταθλητής και από εκεί και πέρα το όνειρό του είναι να κάνει ένα ακατάρριπτο παγκόσμιο ρεκόρ. Με την έννοια του “παγκοσμίου ρεκόρ” στην πραγματικότητα καθορίζουμε την οριακή τιμή σε κάποιο χαρακτηριστικό του χερσαίου ζώου που ονομάζεται άνθρωπος.
Εδώ βρίσκεται και το λεπτό σημείο του αθλητισμού. Ο άνθρωπος στον αθλητισμό έρχεται αντιμέτωπος με ένα φυσικό μέγεθος. Αν “νικήσει” το μέγεθος αυτό, “σπρώχνει” τα όρια. Στη συνέχεια ταυτίζεται με το μέγεθος αυτό -που συνδέεται με τις προσωπικές του δυνατότητες- κι αυτό του δίνει τη δόξα και την αθανασία. Για όσο διάστημα το όνομά του συνδέεται με το καλύτερο μέγεθος, θα είναι αθάνατος. Τόσο οι σύγχρονοί του αθλητές όσο και οι επόμενοι αυτόν θα έχουν μπροστά τους να συναγωνιστούν και όχι αυτούς οι οποίοι έτυχε να είναι αντίπαλοί τους σε έναν αγώνα. Αυτόν θ’ ανταγωνίζονται και μ’ αυτόν θα συγκρίνονται. Όχι για να νικήσουν τον ίδιο σε έναν αγώνα, αλλά για να ξεπεράσουν το φυσικό μέγεθος που αυτός αντιπροσωπεύει.
Μπορεί δηλαδή ένας άνθρωπος να έχει νικήσει όλους τους συγχρόνους του και να μην γίνει ποτέ αθάνατος. Μπορεί να είναι μόνιμος πρωταθλητής, αλλά δεν θα έχει καταφέρει να πραγματοποιήσει τον ανώτατο στόχο του αθλητή. Γιατί; Γιατί στον αθλητισμό σημασία δεν έχει η νίκη, αλλά ο άθλος. Για να καταλάβει κάποιος το πόσο σημαντικό είναι αυτό το οποίο λέμε, ας σκεφτεί το εξής απλό. Μπορεί μια γενιά ανθρώπων να είναι αδιάφορη για τον αθλητισμό ή να έχει περάσει από μια δύσκολη κατάσταση επιβίωσης και να μην έχει καλά σωματικά χαρακτηριστικά. Να είναι οι περισσότεροι από αυτούς καχεκτικοί κι αδύναμοι.
Ο αθλητισμός ακόμα και γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι δυνατός. Μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να συναγωνίζονται μεταξύ τους και κάποιοι από αυτούς να βγαίνουν νικητές στα αθλήματα. Πρωταθλητές των 100 μέτρων, που θα χρειάζονται 30 δευτερόλεπτα για να καλύψουν την απόσταση. Πρωταθλητές της άρσης βαρών με άρση είκοσι κιλών. Αυτοί, όπως αντιλαμβανόμαστε, δεν είναι αθάνατοι. Γιατί; Γιατί είναι απλά οι καλύτεροι των καχεκτικών. Η επόμενη γενιά με καλύτερα χαρακτηριστικά θα τους ξεπεράσει εύκολα και από τα δικά της τα μέλη θα προκύψουν οι αθάνατοι. Αθάνατοι, οι οποίοι θα συνδέσουν το όνομά τους με το φυσικό μέγεθος που αντιπροσωπεύει ο άθλος. Άθλος είναι να κάνεις τα 100 μέτρα σε 8 δευτερόλεπτα. Άθλος είναι να σηκώσεις τριακόσια πενήντα κιλά.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον “στίβο” του πνεύματος. Και σ’ αυτόν τον στίβο ο άθλος συνδέεται με ένα μέγεθος. Δεν αρκεί να είσαι ο καλύτερος φιλόσοφος η κοινωνιολόγος του καιρού σου. Αθάνατος θα γίνει αυτός ο οποίος θα εφεύρει το καλύτερο κοινωνικό σύστημα. Θα παραμένει αθάνατος μέχρι να νικηθεί όχι ο ίδιος ως πρόσωπο, αλλά το πνευματικό μέγεθος που αυτός δημιούργησε και άρα αντιπροσωπεύει. Δεν αρκεί να είσαι ο καλύτερος γιατρός μεταξύ των μετρίων γιατρών του καιρού σου. Αθάνατος θα γίνει αυτός ο οποίος θα νικήσει τον καρκίνο. Αθάνατος για παράδειγμα είναι ο Παπανικολάου, ο οποίος εφεύρε το “τεστ παπ” και όχι οι χιλιάδες γιατροί, που το εκτελούν καθημερινά ανά τον κόσμο.
Το κείμενο της “Αποκάλυψης”, το μυστήριο της Μεγάλης Πυραμίδας, η ελονοσία, ο καρκίνος, τοAIDS κλπ., είναι τα “αθλήματα” που προσφέρουν άθλους στον “στίβο” του πνεύματος. Αυτά είναι τα μεγέθη με τα οποία θέλουν να συνδεθούν οι “αθλητές” του πνεύματος, για να κερδίσουν την αθανασία τους. Ότι είναι το μέγεθος του χρόνου για έναν σπρίντερ, είναι για έναν γιατρό μια αρρώστια. Ότι είναι το μέγεθος του μήκους για έναν άλτη, είναι για έναν ερευνητή ένα απόκρυφο κείμενο.
Αυτό μάχεται και αυτός είναι ο “εχθρός” του. Δεν είναι “εχθρός” του ο αντίπαλος αθλητής. Ο αντίπαλος είναι απλά “συνοδοιπόρος” σε μια σκληρή πορεία που οδηγεί στη δόξα. Στην άφθαρτη δόξα όμως, που έχει χώρο μόνον για τον πρώτο, του οποίου η νίκη απέναντι στο φυσικό μέγεθος θα τον κάνει και τον ίδιο μοναδικό. Το μέγεθος διαχωρίζει τον πρώτο από όλους τους υπόλοιπους. Δεν χρειάζεται δηλαδή ο πρώτος να νικήσει τους πάντες σε συγκεκριμένους αγώνες. Τα μεγέθη του πρώτου αποκλείουν τους υπόλοιπους. Μπορεί κάποιος να μπαίνει σε ένα στάδιο, ν’ αγωνίζεται μόνος του και να είναι αθάνατος αθλητής. Να μην γεύεται τη νίκη σε αγώνα, αλλά, κάθε φορά που αγωνίζεται, να πραγματοποιεί άθλο.
Αυτό είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του αθλητισμού, που τον διαφοροποιεί από την έννοια του απλού “συναγωνισμού”. Δεν χρειάζεται δηλαδή κάποιος από εμάς να νικηθεί σε αγώνα από έναν παγκόσμιο πρωταθλητή. Ο αγώνας δεν αφορά εμάς. Ο αγώνας αφορά τους ομοίους του αθλητές, που απειλούν να τον “ανατρέψουν” και όχι εμάς τους καθημερινούς ανθρώπους. Όποιος από εμάς έχει αμφιβολίες, δεν χρειάζεται να προβάλει ενστάσεις για αποκλεισμό του από τους αγώνες και να ζητάει ν’ αγωνιστεί εναντίον των διάσημων αθλητών. Ο καθένας από εμάς μπορεί να πάει στο στάδιο της γειτονιάς του και να “μετρηθεί”. Από αυτό το “μέτρημα” θα γελάσει ή θα κλάψει για τον εαυτό του. Από αυτό το “μέτρημα” θ’ αποφασίσει αν τον συμφέρει να συνεχίσει την προσπάθειά του ή αν τον συμφέρει ν’ αράζει στις καφετέριες.
Αντιλαμβανόμαστε ότι ο ανταγωνισμός των αθλητών μεταξύ τους δεν είναι το ζητούμενο για τον αθλητισμό. Δεν είναι το ζητούμενο η νίκη έναντι των συναθλητών. Το ζητούμενο είναι ο άθλος. Ο συναγωνισμός απλά βοηθάει τον καλύτερο να πραγματοποιήσει τον στόχο του, που είναι ο άθλος. Ο συναγωνισμός “σπρώχνει” τον “υπεράνθρωπο” αθλητή προς τον άθλο. Ο συναγωνισμός ισχυρών αθλητών συμφέρει τους πάντες, γιατί θα οδηγήσει αυτόν που έχει τις δυνατότητες στον άθλο και την αθανασία.
Το πόσο ασήμαντος για την έννοια του “άθλου” και άρα και του “αθλητισμού” είναι ο ρόλος του συναγωνισμού και της νίκης έναντι των αντιπάλων μπορεί να το καταλάβει ο αναγνώστης, κάνοντας την εξής απλή σκέψη. Έστω ότι ένας αθλητής μιας αθλητικά ασήμαντης γενιάς είναι τόσο ταλαντούχος και τόσο ξεχωριστός, που όλοι θέλουν να τον δουν να πραγματοποιεί τον άθλο. Πώς θα τον “βοηθήσουν” να πετύχει τον στόχο του; Ο συναγωνισμός είναι ελάχιστος και δεν τον βοηθάει να ξεπεράσει τον εαυτό του. Τι θα κάνουν; Θα τον βοηθήσουν τεχνητά.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Θα τον βάλουν να συναγωνιστεί με ένα άλλο είδος. Ένα είδος, που τα χαρακτηριστικά του θα είναι στο επίπεδο εκείνο, που να μην τον θέτουν εκτός του συναγωνισμού και ταυτόχρονα για τον άνθρωπο που θα τα πετύχει να είναι άθλος. Αυτό είναι ένα είδος τεχνητής βοήθειας. Αυτό είναι μια “βοήθεια”, που συμβαίνει συχνά ακόμα και στις μέρες μας. Όταν οι διοργανωτές μιας αθλητικής εκδήλωσης θέλουν να προσφέρουν στους θεατές τους παγκόσμιο ρεκόρ -και άρα άθλο-, χρησιμοποιούν “λαγούς” στα αθλήματα όπου αυτό είναι δυνατό. “Λαγοί” είναι αθλητές οι οποίοι τρέχουν στο μάξιμουμ τον δυνατοτήτων τους για συμπληρωματικά διαστήματα, με στόχο να παρασύρουν σε εξωφρενικούς ρυθμούς τον υπεραθλητή που αναζητά τον άθλο.
Τον αθλητή που δεν διχάζει το στάδιο. Τον αθλητή που ενώνει το στάδιο υπέρ του. Τον αθλητή που θα κάνει ευτυχείς τους θεατές, αν τους δώσει την ευκαιρία να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες ενός άθλου. Ενός ιστορικού αθλητικού γεγονότος, που μπορεί να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά. Αυτός είναι ο αθλητισμός, που ενώνει τους ανθρώπους. Που τους κάνει να αισθάνονται ευτυχείς γι’ αυτό που βλέπουν. Που θα φύγουν χαρούμενοι από το στάδιο.
Σ’ αυτό το σημείο συνδέεται ακόμα και ο “ταπεινός” αθλητισμός του σώματος με την ευφυΐα. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος, επειδή είναι ευφυής, εφεύρε τον σωματικό αθλητισμό. Ο άνθρωπος έχει πνεύμα και ενδιαφέρεται για πράγματα που δεν ενδιαφέρουν τα άλλα ζώα. Δεν ενδιαφέρει για παράδειγμα ένα ζώο να δει ποιες είναι οι προσωπικές του δυνατότητες σε σχέση μ’ αυτές των ομοίων του. Δεν ενδιαφέρει ένα κοπάδι ζώων να δει τις δυνατότητες των μελών του σε σχέση μ’ αυτές των μελών άλλων ομοίων κοπαδιών.
Όμως, αυτό το οποίο δεν ενδιαφέρει τα ζώα ενδιαφέρει τους ανθρώπους. Ενδιαφέρει τον άνθρωπο να δει τις προσωπικές του δυνατότητες σε σχέση μ’ αυτές των ομοίων του. Ενδιαφέρει τον άνθρωπο να γευθεί τη δόξα αυτού του οποίου θα καθορίζει τα σωματικά “όρια” του ανθρώπινου είδους. Ενδιαφέρει όμως και την κοινωνία να δει τα όρια αυτά, γιατί βγάζει κάποια συμπεράσματα. Την ενδιαφέρει να βρίσκονται τα μέλη της ως σύνολο κοντά στα “όρια”, γιατί από αυτό βγάζει κάποια συμπεράσματα.
Τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει η κοινωνία από τον αθλητισμό και τα οποία της είναι χρήσιμα; Ο άνθρωπος, για να είναι τέλειος ως ζώο και να πλησιάζει τα “όρια” του είδους του, θα πρέπει να ζει καλά και να είναι υγιής. Μια κοινωνία, που υπερέχει σε όλους τους τομείς από άλλες όμοιές της, σημαίνει ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο και άρα ότι τα μέλη της “ζουν” καλά. Τρέφονται όπως πρέπει να τρέφονται οι άνθρωποι, για να είναι υγιείς και εκπαιδεύονται όπως πρέπει, για να είναι φιλόπονοι και να προσπαθούν για κάποιον υψηλό σκοπό. Τρέφονται καλά, για να είναι υγιή ζώα και εκπαιδεύονται καλά, για να είναι όμοιοι με θεούς, που σε κάποια στιγμή θα βοηθήσουν το κοινωνικό σύνολο με τα επιτεύγματά τους.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η σύγκριση των αθλητών στον αθλητικό στίβο επιτρέπει την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων, που αφορούν τα ίδια τα συστήματα και άρα τα πνευματικά επιτεύγματα των μελών τους. Τα επιτεύγματα, που δίνουν στο ανθρώπινο όν το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του. Τα επιτεύγματα, που δίνουν στα κοινωνικά συστήματα το μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους. Συγκρίνουν τα μέλη των συστημάτων τις επιδόσεις των αθλητών τους με αυτές των μελών των άλλων συστημάτων και επιβεβαιώνουν την ορθότητα κάποιων επιλογών τους ή αμφισβητούν την ορθότητα κάποιων άλλων.
Οι αρχαίοι Έλληνες, που μελετούσαν συστηματικά τον άνθρωπο και την κοινωνία του, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν αυτό το γεγονός. Τους ενδιέφερε ο Έλληνας ως άνθρωπος, αλλά τους ενδιέφερε και ο ελληνικός κόσμος. Για την εξαγωγή των συμπερασμάτων αυτών εφεύραν τον “αθλητισμό” και τον “ολυμπισμό”. Αυτές οι δύο έννοιες προσδιορίζουν συγκεκριμένα πράγματα και υπηρετούν συγκεκριμένους στόχους, που είναι διαφορετικοί μεταξύ τους.
Τι σημαίνει αυτό το οποίο λέμε και ποια η σημασία του; Οι αρχαίοι Έλληνες ως “αθλητισμό” όρισαν ακριβώς τι εννοούσαν και το ίδιο έκαναν και στον “ολυμπισμό”. Ως “αθλητισμό” όρισαν με βάση τη ζωική φύση του ανθρώπου το τι ακριβώς θα μετράνε ως μέγεθος. Θα μετρούσαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του. Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που αφορούσαν καθαρά το σώμα και δεν θα νοθεύονταν από την “ευφυΐα”.
Διαχώρισαν -ή τουλάχιστον ήθελαν να διαχωρίσουν- απόλυτα το φυσικό μέγεθος από το πνευματικό. Δεν ήθελαν δηλαδή να υπάρχουν αθλήματα στα οποία η δεξιοτεχνία, η πονηριά κλπ. -άρα και η ευφυΐα- θα “νόθευαν” το τελικό αποτέλεσμα. Αρκούσε όμως αυτό; Όχι βέβαια. Γιατί; Γιατί έπρεπε να προστατευτεί ο κύριος λόγος για τον οποίο εφεύραν τον αθλητισμό. Έπρεπε να προστατεύσουν τους λόγους για τους οποίους εφεύραν τον αθλητισμό και ήταν η εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την κοινωνία.
Αυτός ο στόχος ήταν η αποστολή του ολυμπισμού. Ο ολυμπισμός θα καθόριζε ποιοι θα συναγωνίζονταν μεταξύ τους. Γιατί; Γιατί υπάρχει πρόβλημα, όταν συναγωνίζονται ανόμοιοι άνθρωποι μεταξύ τους. Υπάρχει πρόβλημα, όταν συναγωνίζονται ανόμοια “είδη” μεταξύ τους. Δεν μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα για την υγεία μιας χελώνας, όταν τη βάζεις να συναγωνίζεται με ένα τσιτάχ. Είτε υγιής είτε άρρωστη, πάντα θα χάνει από αυτό. Την υγεία μιας χελώνας την κρίνεις, όταν τη βάζεις να συναγωνίζεται με μια άλλη χελώνα.
Οι Έλληνες γρήγορα αντιλήφθηκαν το πρόβλημα των βαρβάρων. Απέκλεισαν τους βάρβαρους από τους ολυμπιακούς αγώνες, όχι γιατί ήταν ρατσιστές, αλλά γιατί με τη συμμετοχή τους στους αγώνες θα “ακύρωναν” τη χρηστικότητα του αθλητισμού. Τι σημαίνει αυτό; Οι Έλληνες εφεύραν τον αθλητισμό, για να συγκρίνουν μέσω των επιδόσεων των αθλητών τα ίδια τα κοινωνικά μοντέλα των οποίων εκείνοι οι αθλητές ήταν μέλη. Ο αθλητισμός αφορούσε τους πολίτες εκείνων των μοντέλων.
Πολίτης όμως σημαίνει συγκεκριμένα πράγματα. Πολίτης, που είναι αθλητής, σημαίνει επίσης συγκεκριμένα πράγματα. Οι Έλληνες στις Ολυμπιάδες τους ήθελαν να συγκρίνουν τα επιτεύγματα των πολιτών των διαφόρων ελληνικών συστημάτων. Ήθελαν να δουν και να κρίνουν τις δυνατότητες των σωματικών τους ιδιομορφιών και το σύνολο των επιλογών τους, που επηρέαζαν τις ιδιομορφίες αυτές. Ήθελαν να συγκρίνουν τις ελληνικές “υποράτσες”, που συνέθεταν την ελληνική “ράτσα”. Η σωματική ιδιομορφία μπορεί για παράδειγμα να έδινε στους Σπαρτιάτες υπεροχή στην ταχύτητα και στους Θηβαίους να έδινε υπεροχή στην αλτικότητα.
Αυτές οι ιδιομορφίες όμως, επειδή επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες, δημιουργούν “στίβο” και για το πνεύμα. Δοκιμάζεις αλλαγές στη διατροφή, για να εξαλείψεις μια φυσική αδυναμία, που χαρακτηρίζει μια μεγάλη πληθυσμιακή μερίδα. Δοκιμάζεις αλλαγές στην προπόνηση, για να εξαλείψεις την ίδια φυσική αδυναμία. Το ίδιο κάνει όμως κι αυτός ο οποίος έχει φυσική υπεροχή και θέλει να τη διατηρήσει. Ότι ανακαλύπτεις σε πρώτη φάση για τους αθλητές εύκολα το μεταφέρεις ως κέρδος και για την υπόλοιπη κοινωνία.
Όλα αυτά, όπως αντιλαμβανόμαστε, μετατρέπουν τον αθλητισμό σε ένα τεράστιο “εργαστήριο” επιστημονικής έρευνας. Ένα “εργαστήριο”, που προσφέρει γνώσεις σ’ ότι αφορά τη διατροφή, την άσκηση ή τη θεραπεία. Γιατί; Γιατί από αυτά τα οποία δοκίμασαν οι αθλητές, για να νικήσουν σε έναν αγώνα, μπορεί να ωφεληθεί και ένας άρρωστος πολίτης, που είχε κάποιο πρόβλημα. Όταν γνωρίζεις πώς να γυμνάζεις τα πόδια ενός αθλητή, γνωρίζεις και πώς να γυμνάσεις τα πόδια ενός ανθρώπου με κινητικά προβλήματα. Όταν γνωρίζεις να φτιάχνεις ένα διεγερτικό αφέψημα, που βοηθάει τον αθλητή να διατηρεί τη φόρμα του, γνωρίζεις να το φτιάχνεις και για τους αρρώστους, που απλά προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν ο αναγνώστης γιατί ο αθλητισμός συνδέεται με την έννοια της “ευφυΐας” και του “πνεύματος”. Μελετώντας κάποιος τις Ολυμπιάδες, μπορούσε να μελετάει τον ελληνικό κόσμο. Παρακολουθώντας κάποιος τις Ολυμπιάδες των Ελλήνων, μπορούσε να παρακολουθεί τον ελληνικό κόσμο. Μπορούσε να παρακολουθεί την πρόοδο ή την καθυστέ­ρηση των ελληνικών συστημάτων. Γιατί; Γιατί η πρόοδος και η ισχύς ενός συστήματος “προβάλ­λεται” πάνω στους πολίτες του. Ο κάθε Έλληνας ή βάρβαρος μπορούσε να κρίνει την κάθε ελληνική πόλη από τις επιδόσεις της στην Ολυμπιάδα.
Από αυτές τις επιδόσεις μπορούσε να βγάλει συμπεράσματα για τη γενικότερη κατάστασή της, οικονομική και πνευματική. Κρίνονταν στους ολυμπιακούς αγώνες τόσο οι παλιές πόλεις όσο και οι καινούργιες. Όταν μια νέα “παραγκούπολη” άρχιζε να ακμάζει και άρα να έχουν αποτέλεσμα οι πολιτικές και οι οικονομικές επιλογές της, αυτό “φαινόταν” στους ολυμπιακούς αγώνες. Όταν μια παλαιά κραταιά πόλη άρχιζε να παρακμάζει ή να “κουράζεται”, αυτό φαινόταν στους ολυμπιακούς αγώνες. Κάθε νέα ακμή ή παρακμή βοηθούσε τον ελληνικό κόσμο στην “πορεία” του, γιατί του έδινε πληροφορίες. Του “έδειχνε” ποια επιλογή οικονομική ή πολιτική είχε θετικά αποτελέσματα στους πολίτες της και ποια όχι. Η επιτυχία στους ολυμπιακούς “έδειχνε” στις πόλεις ποιες επιλογές συμφέρουν μια πόλη.
Αυτός ήταν κι ο λόγος που οι ολυμπιακοί αγώνες γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Γιατί; Γιατί τους Έλληνες δεν τους ενδιέφερε τόσο το ίδιο το θέαμα της αθλητικής μάχης, όσο το να προετοιμάζονται γι’ αυτήν. Δεν πήγαιναν στους αγώνες με τη λογική που πηγαίνει κάποιος στο ιπποδρόμιο. Δεν τους ενδιέφερε να χειροκροτούν διαρκώς τους ίδιους νικητές και να “μεθάνε” με τις νίκες. Τους ενδιέφερε αυτό το ενδιάμεσο διάστημα, για να “δουλέψουν” στον πνευματικό τομέα, ώστε το αποτέλεσμα να φανεί στον στίβο.
Αυτό το διάστημα των τεσσάρων χρόνων ήταν ιδανικό για πολλούς λόγους. Ήταν ιδανικό για τους ίδιους τους αγώνες και τις ανάγκες του αθλητισμού. Γιατί; Γιατί τεχνολογία δεν υπήρχε και φυσικό μέγεθος γινόταν ο ίδιος ο ολυμπιονίκης. Δεν υπήρχαν τα χρονόμετρα ακριβείας, ώστε να υπάρχει άμεση σύνδεση του αθλητή με ένα μέγεθος. Τα τέσσερα χρόνια ήταν καλό διάστημα, γιατί μέσα στο διάστημα αυτό μπορούσε ο ολυμπιονίκης να διατηρηθεί σε ένα σταθερό επίπεδο, για να υπερασπιστεί τον τίτλο του και άρα να δημιουργήσει τη “συνέχεια” στη διαδοχή.
“Συνέχεια” σημαίνει ο παλιός καλός αθλητής να χάσει από τον νέο, που είναι καλύτερος. “Συνέχεια” δεν υπάρχει, όταν ο καλός αθλητής χάνει μόνον από το γήρας του. “Συνέχεια” δεν υπήρχε, όταν κάποιος με τα μέσα της εποχής εκείνης ήταν ολυμπιονίκης για τρεις ή τέσσερις Ολυμπιάδες. Αυτό σήμαινε όχι ότι αυτός ήταν κάτι το τρομερό, αλλά ότι οι επόμενοι ήταν εξαιρετικά αδύναμοι ή αδιάφοροι, πράγματα, που, αν συνέβαιναν, αποτελούσαν αντικείμενα διερεύνησης. Αυτό βέβαια ήταν κάτι το οποίο δεν συνέβαινε σχεδόν ποτέ κι απλά το αναφέρουμε, για να καταλάβει ο αναγνώστης την επιλογή των Ελλήνων σ’ ό,τι αφορά τον χρόνο διεξαγωγής των αγώνων.
Τα τέσσερα χρόνια ήταν ένα διάστημα, που βοηθούσε να υπάρχει η “συνέχεια”, ώστε να υπάρχει σύγκριση των επιδόσεων μεταξύ των γενεών. Αν κάποιος ολυμπιονίκης νικιόταν μόνον από το γήρας του, τότε “έσπαζε” η “συνέχεια” και ξανάρχιζε το “μέτρημα” των φυσικών μεγεθών από την αλληλοδιαδοχή των νέων πρωταθλητών. Τα τέσσερα χρόνια ήταν ένα διάστημα, το οποίο βοηθούσε τους Έλληνες να μελετούν τα κοινωνικά φαινόμενα που αφορούν τον αθλητισμό και τις αντιλήψεις των πολιτών γύρω από αυτόν και ότι αυτός αντιπροσώπευε.
Αυτός ήταν κι ο λόγος που οι Έλληνες περιέβαλαν με μεγάλη τιμή τους νικητές των ολυμπιακών αγώνων. Ο ολυμπιονίκης δηλαδή την εποχή εκείνη απολάμβανε τιμές, όχι γιατί ήταν ο νικητής των συναθλητών του, αλλά γιατί αντιπροσώπευε μέγεθος. Ήταν τίτλος τιμής να είναι κάποιος ολυμπιονίκης. Ήταν τίτλος τιμής, γιατί εκείνα τα τέσσερα χρόνια ήταν ο γρηγορότερος ή ο αλτικότερος κλπ. άνθρωπος του ελληνικού κόσμου. Ο ολυμπιονίκης ήταν το “ζωντανό” ρεκόρ, εφόσον δεν μπορούσε να μετρηθεί αλλιώς. Ήταν σαν να λέμε το “ζωντανό” 8,9 sec για τα σημερινά 100 μέτρα.
Αυτό το διάστημα όμως των τεσσάρων χρόνων μεταξύ των Ολυμπιάδων ήταν ιδανικό και για άλλους λόγους. Ήταν αρκετό, για να μπορέσει το κάθε σύστημα να “περάσει” τη γενικότερη πρόοδό του στους πολίτες του και κατ’ επέκταση στους αθλητές του. Ήταν αρκετό, για να δώσει απόδοση στον πλούτο του ή την ισχύ του και να κάνει ορατή την “επιτυχία” του. Ήταν αρκετό, για να μετατρέψει ένα σύστημα την κοινωνική ή οικονομική “επιτυχία” του σε αθλητική τεχνογνωσία ή ιατρική γνώση.
Αντιλαμβανόμαστε ότι για τους λόγους αυτούς έπρεπε να υπάρχουν “κανονισμοί” και αυτός ήταν ο ρόλος του ολυμπισμού. Οι Έλληνες απέκλειαν τους βάρβαρους, γιατί απλούστατα στα βαρβαρικά συστήματα δεν υπάρχουν πολίτες. Μέσα στα συστήματα αυτά υπάρχουν κύριοι, που κατέχουν τα πάντα και δούλοι, που ζουν κι αντιμετωπίζονται σαν ζώα. Η ακμή και ο πλούτος των συστημάτων αυτών δεν “προβάλλεται” στις κοινωνικές τους βάσεις. Τα βαρβαρικά συστήματα ακμάζουν και παρακμάζουν ερήμην των λαών τους. Η συμμετοχή δηλαδή των βαρβάρων στους Ολυμπιακούς θα ακύρωνε όλους τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες “εφεύραν” τον αθλητισμό.
Επιπλέον, η συμμετοχή των βαρβάρων δεν θα πρόσφερε στον αθλητισμό ούτε καν τη δυνατότητα να επιβιώσει ως θέαμα. Γιατί; Γιατί θα έπαυε να έχει το παραμικρό ενδιαφέρον. Γιατί; Γιατί οι βάρβαροι θα ήταν ασυναγώνιστοι. Ο συναγωνισμός, που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του κόσμου, υπάρχει μόνον όταν ανταγωνίζονται όμοιοι μεταξύ τους. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον, όταν ανταγωνίζονται μεταξύ τους ανόμοια όντα, είτε αυτά είναι άνθρωποι είτε ζώα.
Όπως δεν υπάρχει ενδιαφέρον να βάλεις ως αντιπάλους σε έναν στίβο ένα τσιτάχ και μια χελώνα, έτσι δεν υπάρχει ενδιαφέρον να βάλεις και ανόμοιους ανθρώπους μεταξύ τους. Ποιος θα πήγαινε να δει έναν αγώνα μεταξύ ενός υγιούς αθλητή και ενός αναπήρου; Γιατί δεν πηγαίνει; Γιατί γνωρίζει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα. Γιατί η νίκη, όταν συγκρούονται διαφορετικά είδη, όχι απλά δεν είναι άθλος, αλλά υποχρέωση του “ανώτερου” είδους.
Αυτός ήταν κι ο λόγος του αποκλεισμού των βαρβάρων από τους Ολυμπιακούς. Υπάρχει συναγωνισμός -άρα και ενδιαφέρον στους αγώνες- όταν πολίτες ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Πολίτες, που έχουν μια φυσιολογική ζωή πολίτη. Που δαπανούν χρόνο για τη μόρφωσή τους, για την εργασία τους, για τη διασκέδασή τους ή για την ενασχόλησή τους με τα “κοινά”. Πολίτες, που τους ενδιαφέρει η ζωή τους και δεν “καταπίνουν” ότι τους δίνουν, για να μετατραπούν στιγμιαία σε “ρουκέτες”. Αυτών των πολιτών ο ανταγωνισμός έχει ενδιαφέρον και βέβαια προσφέρει τα συμπεράσματα που αναζητούσαν οι Έλληνες.
Πώς θ’ ανταγωνίζονταν αυτοί οι πολίτες τα “θηρία” των βαρβάρων; “Θηρία” αγράμματα, βίαια και που η μόνη ενασχόλησή τους θα ήταν η άθλησή τους. “Θηρία” σταβλισμένα στους “στάβλους” των ισχυρών; “Θηρία”, που θα έτρωγαν και θα ζούσαν παντελώς διαφορετικά από τους συνανθρώπους τους μέσα στις κοινωνίες όπου ζούσαν; “Θηρία”, που θα εξαναγκάζονταν από τους κυρίους τους να “καταπιούν” ότι τους δώσουν χωρίς αντίδραση; “Θηρία”, που, αν δεν πέθαιναν στα “πειράματα”, θα ήταν ασυναγώνιστα; Πώς για παράδειγμα θα επέτρεπαν οι Έλληνες στους Πέρσες να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες; Θα πήγαινε ο πλούσιος Πέρσης και θ’ αγόραζε τα καλύτερα “ανθρωποζώα” για τους “στάβλους” του. Θα αγόραζε έναν δούλο από τη Σιβηρία, που θα ήταν τέρας δύναμης. Θα αγόραζε έναν δούλο από την Αιθιοπία, που θα ήταν τέρας αντοχής στους αγώνες δρόμου.
Ποιος πολίτης των ελληνικών πόλεων θα μπορούσε να συναγωνιστεί αυτά τα “θηρία”; Σε τι θα διέφερε αυτός ο πλούσιος Πέρσης χορηγός-φίλαθλος από έναν ιδιώτη ιδιοκτήτη ιπποφορβείου, ο οποίος είχε άλογα που έτρεχαν σε ιπποδρομίες; Αργά η γρήγορα δηλαδή οι βάρβαροι θα σάρωναν τα πάντα και θα κατέστρεφαν το πνευματικό μέρος του αθλητισμού. Θα μετέτρεπαν τους στίβους των ανθρώπων σε “αρένες” ζώων. Αργά ή γρήγορα θα παρέσυραν και τους Έλληνες σ’ αυτήν την πρακτική. Τους Έλληνες, που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους να μην χρησιμοποιούν δούλους στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι Έλληνες τους απέκλεισαν από τους αγώνες. Τους απέκλεισαν για καθαρά πρακτικούς λόγους και όχι εξαιτίας του ρατσισμού. Εξαιτίας όμως αυτού του αποκλεισμού, αναγκαστικά περιορίστηκαν στο να μετρούν τις επιδόσεις του ελληνικού “υποείδους” και όχι του ανθρώπινου. Ο ολυμπιονίκης δεν θα ήταν ο ταχύτερος άνθρωπος του κόσμου, αλλά ο ταχύτερος πολίτης του ελληνικού κόσμου. Περιόρισαν το μέγεθος του άθλου υπέρ του αθλητισμού και της κοινωνίας. Μεγάλο το τίμημα, αλλά ήταν το μόνο που διασφάλιζε τις προϋποθέσεις για υγιή αθλητισμό. Μεγάλο τίμημα, που θα εξαλειφόταν μόνον με την παγκοσμιοποίηση του ελληνικού πνεύματος.
Αυτήν τη λογική των Ελλήνων και την τάση τους να εντάξουν στον ελληνικό κόσμο και όλους τους υπόλοιπους λαούς την αντιλαμβάνεται κάποιος, αν θυμηθεί την περίπτωση του βασιλιά της Μακεδονίας, που ήθελε και τελικά κατάφερε να συμμετάσχει στους ολυμπιακούς αγώνες. Ο βασιλιάς εκείνος απέδειξε μεν ότι η παιδεία του ήταν ελληνική, αλλά αυτό δεν ήταν το καθοριστικό, που του επέτρεψε να συμμετάσχει στους αγώνες. Το καθοριστικό ήταν ότι ο ίδιος ως πρόσωπο ήθελε να συμμετάσχει στους αγώνες. Οι αγωνοδίκες έκριναν μόνον την περίπτωσή του και όχι την περίπτωση της Μακεδονίας, που ήταν ένα βαρβαρικό βασίλειο. Έκριναν ότι ως πρόσωπο, λόγω των καθηκόντων του, είχε τους περιορισμούς του πολίτη και άρα επιβαρυνόταν και ο ίδιος με τα όσα επιβάρυναν τον πολίτη. Συμμετείχε ο ίδιος στους αγώνες, αλλά αυτό δεν παρέσυρε και τους υπόλοιπους Μακεδόνες. Δεν άφησαν οι αγωνοδίκες να κατέβουν στους αγώνες οι δούλοι των Μακεδόνων.
Αυτά όλα θα διασφάλιζαν στους Έλληνες την προστασία της έννοιας του “αθλητισμού”. Κατά τη γνώμη του γράφοντος αυτό το πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι απόλυτα. Απέτυχαν σε δύο πράγματα. Πρώτον δεν απέφυγαν πλήρως τη βαρβαρική παθολογία και δεύτερον μόνοι τους δημιούργησαν τον “καρκίνο” του αθλητισμού, που τον οδηγεί στη βαρβαρότητα. Τον “καρκίνο”, που ανάμεσα στα αθλήματα της ειρήνης βάζει τα αθλητικά παιχνίδια του πολέμου.
Σ’ ότι αφορά το πρώτο συνέβη το εξής: Η αίγλη και η δόξα που περιέβαλε τους Ολυμπιακούς ως αγώνες και τους ολυμπιονίκες ως πρόσωπα δημιούργησε μια αγχωτική κατάσταση στον ελληνικό κόσμο. Οι ελληνικές πόλεις και οι πολίτες τους ήθελαν να κερδίσουν αυτήν τη δόξα πάση θυσία και αυτό ήταν καθοριστικό στη συμπεριφορά τους. Η διάκριση στους αγώνες έβαζε μια πόλη στον ελληνικό “χάρτη” και όλοι ήθελαν να πάρουν μια καλή θέση σ’ αυτόν.  Άρχισαν λοιπόν ν’ αλλάζουν συμπεριφορές και να “νοθεύουν” τα δεδομένα. Με στόχο τη νίκη δημιούργησαν βαρβαρικές συνθήκες.
Άρχισαν οι πλούσιοι αυτών των πόλεων, είτε από αγάπη προς την πόλη τους είτε από πολιτική υστεροβουλία, να γίνονται χορηγοί των αθλητών πολιτών. Αυτό ήταν καθοριστικό, γιατί με τον τρόπο αυτόν απομονώνονταν οι αθλητές από τον υπόλοιπο λαό. Οι αθλητές, εξαιτίας των χορηγών, έπαψαν να έχουν τη φυσιολογική ζωή ενός μέσου εργαζόμενου πολίτη. Άρχισαν να γίνονται “νεοβάρβαροι” δούλοι των χορηγών, που μόνον θεωρητικά ήταν ελεύθεροι πολίτες. Αυτό ήταν κάτι που “εκτροχίασε” το αθλητικό πνεύμα και ακύρωσε τον ρόλο του και τους στόχους του.
Οι αθλητές, από ένα σημείο κι έπειτα, έπαψαν να είναι η ζωντανή διαφήμιση του ελληνισμού και της πόλης που αντιπροσώπευαν και έγιναν μια πραγματική κοινωνική “μάστιγα”, που τη μισούσε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Την μισούσε για τα προνόμιά της, που ήταν ανεπίτρεπτα για ελεύθερους πολίτες και την μισούσε, γιατί έτεινε προς την αποκτήνωση. Αν διαβάσει κάποιος την αρχαία βιβλιογραφία, θα καταλάβει τι εννοούμε. Όσα κείμενα υπάρχουν, που εκθειάζουν τον αθλητισμό και τους αθλητές, άλλα τόσα τους κατηγορούν για αθλιότητα.
Οι ενεργοί πολίτες και οι φιλόσοφοι των ανεπτυγμένων ελληνικών πόλεων τους μισούσαν στην κυριολεξία. Μιλούσαν χωρίς καμία αναστολή για πραγματικά ζώα. Για αμόρφωτα ζώα, που ήταν έτοιμα να κάνουν το οτιδήποτε προκειμένου να νικήσουν. Για αμόρφωτα και άπληστα ζώα, που φέρονταν σαν δούλοι απέναντι στους χορηγούς τους. Για αμόρφωτα ζώα και αδίστακτα, που δοκίμαζαν όλη τη “χημεία” της εποχής εκείνης, προκειμένου να μπορέσουν να νικήσουν. Για ζώα, που έμοιαζαν απόλυτα με τα σημερινά αγράμματα και ντοπαρισμένα ζώα των “στάβλων” της Nike ή της Adidas.
Το ακόμα χειρότερο όμως ήταν άλλο. Με τις χορηγίες και τη “νοθεία” των δημοκρατικών πόλεων της Ελλάδας, δινόταν η ευκαιρία να “επιβιώνουν” και να μην κρίνονται και οι φασιστικές και άρα βαρβαρικές πόλεις του ελληνικού κόσμου. Οι πόλεις, που δεν δικαιούνταν να παρουσιάζονται ως μέλη του ελληνικού κόσμου. Γιατί δεν δικαιούνταν; Γιατί απλούστατα ο ελληνικός κόσμος δεν ήταν κάτι το αφηρημένο. Ήταν το αποτέλεσμα της “παραγωγής” των Ομηρικών Επών. Όταν μια πόλη και μια κοινωνία δεν σέβεται τις αρχές των Επών, δεν δικαιούται να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις….
                                                                                   από το βιβλίο του Παν. Τραϊανού

Αθήνα 2004  Ο θρίαμβος των βαρβάρων

Οι βάρβαροι έρχονται να γιορτάσουν το θρίαμβό τους μέσα στη χώρα που γέννησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κάθε φορά που “αθλητές” παιχνιδιών τύπου ράγκμπι ή μπάσκετ θα επιδεικνύουν τα ολυμπιακά τους μετάλλια, θα μπήγουν μαχαιριές στα πλευρά του Ολυμπισμού. Η ένταξη των παιχνιδιών των βαρβάρων στις ολυμπιακές δραστηριότητες απειλεί τους αγώνες απευθείας με θάνατο. Είναι μια πράξη πολύ πιο επικίνδυνη και από την εμπορευματοποίηση των αγώνων. Αυτό ήταν το επίτευγμα των βαρβάρων. Μετέτρεψαν τους αθλητικούς στίβους σε αρένες. Πάνω στην αγωνία τους να εκμεταλλευτούν τον αθλητισμό, για να χειραγωγήσουν τις ανθρώπινες μάζες, σκότωσαν το Ολυμπιακό Πνεύμα. Στη δραστηριότητα, που συνδέει το ανθρώπινο είδος με το Θείο, προσθέσανε και τα παιχνίδια, που κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Οι Θεοί πραγματοποιούν μονίμως άθλους, τα ζώα μονίμως παίζουν και οι άνθρωποι κινούνται στο ενδιάμεσο. Οι άθλοι των ανθρώπων ανταμείβονται με ολυμπιακά μετάλλια, ενώ οι νίκες στα παιχνίδια τους ανταμείβονται με λεία. Γι’ αυτόν το λόγο τα παιχνίδια των συγκρούσεων υπάρχουν από την αρχή του κόσμου και βέβαια προϋπάρχουν του Ολυμπισμού. Οι αθλητές είναι αυτοί οι οποίοι μπαίνουν στα στάδια των Ελλήνων και όχι οι παίκτες. Οι παίκτες μπαίνουν στις αρένες των βαρβάρων. Κάθε φορά που θα ακούγεται στην Αθήνα το άθλιο σύνθημα “Olympic Games”, θα σκοτεινιάζει ο ουρανός των Ελλήνων.


ΠΗΓΗ: thesecretrealtruth.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου