Συχνά βλέπουμε στην εμφύλια σύγκρουση της Συρίας άρματα μάχης διαφόρων εκδόσεων του σοβιετικού μοντέλου "Τ" να τινάζονται στον αέρα από IED's ή να καταστρέφονται από ελαφρά αντιαρματικά RPG-7. Ανάλογες εικόνες είδαμε και στην εισβολή των αγγλοαμερικανών στο Ιράκ, όταν άρματα μάχης Μ1Α2 κοβόντουσαν σαν "βούτυρο" από…
ελαφρά αντιαρματικά. Έχει μέλλον, λοιπόν το άρμα μάχης σε μελλοντικές συγκρούσεις και ειδικά εντός αστικών περιοχών;
Για περισσότερα από 50 χρόνια, το άρμα μάχης αποτελούσε ένα από τα βασικότερα μέσα για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων. Για δεκαετίες, οι σχεδιαστές των στρατιωτικών επιχειρήσεων θεωρούσαν το άρμα ως το βασικό εργαλείο για την υλοποίηση των επιθετικών τους σχεδίων στο πεδίο της μάχης. Το άρμα είχε ταυτιστεί με το επιθετικό πνεύμα των μεγάλων Στρατηγών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και με τις εκπληκτικές νίκες των Ισραηλινών στους Αραβοϊσραηλινούς πολέμους.
Ο πόλεμος στην Κορέα, ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ, οι ινδο-πακιστανικοί πόλεμοι, οι καιροσκοπικές εμπλοκές της Λιβύης στο Τσάντ. Παντού, σε όλες αυτές τις συγκρούσεις, το άρμα μάχης έπαιξε σημαντικό ρόλο και σφράγισε με την παρουσία του το πεδίο της μάχης.
Για δεκαετίες, οι Στρατοί σε όλον τον κόσμο και πιο ειδικά στην Ευρώπη συγκέντρωναν τεράστιους αριθμούς αρμάτων μάχης, αφού μέχρι τότε το άρμα και αργότερα ο συνδυασμός μηχανοκίνητων και αεροκίνητων μονάδων που θα έπεφταν στα μετόπισθεν του εχθρού, αποτελούσαν τον τρόπο με τον οποίο θα εξελισσόταν κατά τους στρατηγιστές της εποχής, μία πιθανή στρατιωτική σύγκρουση Δύσης-Ανατολής στην κεντρική Ευρώπη.
Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν με την πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας και ξαφνικά όλες αυτές οι χώρες στη Δύση και την Ανατολή, που διέθεταν τεράστιους στόλους από άρματα, ΤΟΜΑ, ΤΟΜΠ αυτοκινούμενα πυροβόλα βρέθηκαν χωρίς αντίπαλο.
Το ζήτημα που τέθηκε ήταν «και τώρα τι κάνουμε με όλα αυτά τα μέσα» που σε αρκετές περιπτώσεις θεωρούνταν τεχνολογικά ξεπερασμένα. Το ζήτημα ήταν πραγματικά μεγάλο, αφού ο σχεδιασμός τόσο της Δύσης, όσο και του Ανατολικού μπλόκ περιελάμβανε μεγάλες τεθωρακισμένες μονάδες να μάχονται στην Ευρώπη με ταχύτητα και ισχύ πυρός που παρόμοιά της η Ήπειρος δεν είχε γνωρίσει. Όλα έπρεπε να αλλάξουν και να προσαρμοστούν σε μία νέα πραγματικότητα όπου ο εχθρός ήταν κάτι το σχετικό.
Τόσο η Δύση, όσο και η διαλυμένη Ανατολή δε διέθεταν μία απάντηση για το που βαδίζει το σύστημα Παγκόσμιας Ασφάλειας. Ο διπολισμός είχε τελειώσει και οι νέες απειλές ήταν λιγότερο συμβατικές από αυτά που ήξεραν μέχρι τότε οι στρατηγιστές τόσο της Δύσης, όσο και της Ρωσίας. Ο Πόλεμος του Κόλπου το 1991 αποτέλεσε μία από τις δύο, όπως φάνηκε αργότερα, κύριες συγκρούσεις που το άρμα έπαιξε το ρόλο που του είχε ανατεθεί.
Οι συγκρούσεις των ιρακινών αρμάτων με τα άρματα της Συμμαχίας στο νότιο Ιράκ ίσως να αποτελέσουν τις τελευταίες αρματομαχίες μεγάλης κλίμακας για αρκετά χρόνια. Ακόμα και οι δύο πόλεμοι της Ρωσίας στην Τσετσενία (1995- 1996 και το 1999-2000) και ο δεύτερος πόλεμος στον Κόλπο δεν χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες αρματομαχίες, αφού οι αντίπαλοι Τσετσένοι και Ιρακινοί απέφυγαν να συγκρουστούν είτε επειδή δε διέθεταν άρματα (Τσετσένοι) είτε επειδή δεν μπορούσαν με τα μέσα που είχαν να αντιμετωπίσουν έναν ανώτερο αντίπαλο (οι Ιρακινοί τον αμερικανικό Στρατό).
Έτσι ερχόμαστε στο ερώτημα: Ποιο είναι το μέλλον των αρμάτων στον 21ο αιώνα.
Η προσωρινή λύση που δόθηκε ήταν η διατήρηση μικρών σχετικά αριθμών αρμάτων από τις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις της Δύσης με αναβαθμισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες χάρις την ενσωμάτωση της υψηλής τεχνολογίας σε αυτά. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι τόσο η Ρωσία όσο και οι χώρες της Ασίας ακολουθούν αυτό το παράδειγμα.
Έτσι τα άρματα από απλά μεταλλικά κουτιά άρχισαν να μεταμορφώνονται σε πολεμικές μηχανές υψηλής τεχνολογίας με εκπληκτικές επιχειρησιακές δυνατότητε και με μεγαλύτερη φονικότητα από ποτέ άλλοτε. Ως αποτέλεσμα αυτής της μεταμόρφωσης του άρματος μάχης, ήταν η αύξηση του κόστους απόκτησης και χρήσης του. Από την άλλη πλευρά, οι νέες προκλήσεις ασφαλείας μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 σε συνδυασμό με τη διάχυση της τεχνολογίας αντιμετώπισης των αρμάτων ακόμα και από ανταρτικές ομάδες, δημιουργούσε ένα εντελώς νέο επιχειρησιακό περιβάλλον.
Οι τρεις μεταβλητές: θωράκιση, ταχύτητα και ισχύς πυρός που χαρακτηρίζουν το άρμα, ανεξάρτητα από τη σειρά με την οποία τη θέτει κάθε χώρα ή κάθε σχολή χρήσης των αρμάτων, τέθηκαν σε αμφισβήτηση. Αυτή την περίοδο και για μία δεκαετία τουλάχιστον, η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα των αρμάτων μάχης είναι η ακόλουθη:
Από τη μία έχουμε τα υπάρχοντα και αναβαθμισμένα άρματα που έχουν πετύχει εξαγωγές σε όλον τον κόσμο και επιχειρούν στα σύγχρονα πεδία των μαχών, όπως το M1A2 και το Leopard 2A5/A6, το ισραηλινό Merkava IV το οποίο αν και δεν έχει εξαχθεί, έχει πολεμήσει σε δύο τουλάχιστον συγκρούσεις. Από την άλλη, έχουμε τα υπό ανάπτυξη άρματα, όπως το κορεατικό K-2 και το ρωσικό T-90S, τα οποία αν κι έχουν αντλήσει στοιχεία από παλαιότερα άρματα, ουσιαστικά, πρόκειται για νέα άρματα.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ
Related Posts : Απόψεις,
Στρατιωτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου