ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΘΑΡΡΟΥΣ. ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΙΣΤΗΣ ΕΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ
Ο ελληνικός λαός είναι ταπεινωμένος, σαστισμένος, φοβισμένος αλλά ταυτόχρονα είναι απρόθυμος και ψυλλιασμένος. Απρόθυμος να κάνει άχρηστες κινήσεις πλέον, και ψυλλιασμένος στα σκουπίδια που του πετάνε στη μούρη όσοι έχουν σχηματίσει την αντίληψη πως είναι ο τέλειος μ@λάκας...
Ίσως μοιάζει υπερβολικά αισιόδοξο να ονομάζει κανείς το λαό που βυθίζεται στις περιπέτειες του Σουλεΐμάν, στα βλακώδη ριάλυτι, στα δελτία ειδήσεων για λοβοτομημένους , που ψηφίζει ακόμα όσους τον εκτελούν, που περιμένει υπομονετικά στις ουρές για τα χαράτσια, «ψυλιασμένο», όμως σκεφτείτε το καλύτερα.
Ο Έλληνας στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ αγαθιάρης. Και μόνο να λέμε αυτή την έκφραση για τους ευατούς μας, μας έρχονται γέλια. Έλληνας κι αγαθιάρης είναι σχήμα οξύμωρο. Άλλωστε κι οι «φίλοι» μας Ευρωπαίοι μας σούρανε πολλά, -λαμόγια, κλέφτες, τεμπέληδες, πονηροί, ψεύτες, παρτάκηδες- αλλά αθώους δεν μας θεώρησε ποτέ κανένας.
Μυαλό υπάρχει και περισσεύει. Τσαντίλα ατελείωτη. Κομμένα χέρια από τα εκατομμύρια ψηφοφόρους – πελάτες των δυο δεινοσαύρων, αμέτρητα. Συνειδητοποίηση πως μαζί τα φάγαμε αλλά εμείς φάγαμε τα ψίχουλα κάτω από το τραπέζι ενώ επάνω ξεκοκαλιαζόταν χωρίς έλεος το σώμα ολόκληρης της πατρίδας, κι αυτό το ξέρουμε.
Η εποχή της αθωότητας στην Ελλάδα, του ήθους και του κάλλους έχει τελειώσει κάτι…αιώνες πριν. Το ίδιο και η πίστη. Αυτό που λείπει σήμερα από τον ελληνικό λαό δεν είναι ούτε το θάρρος, ούτε η οργή, ούτε η ικανότητα να παλέψει για τα ιδανικά του.
Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι πως μας λείπουν ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ που αξίζει κάποιος να θυσιάσει το χρόνο του και τη ζωή του γι΄αυτά. Ακριβώς επειδή δεν είμαστε αγαθιάρηδες, δεν μας κουνάει κανείς από το καναπέ εκτός κι αν μας έχει πείσει πως έχει πραγματικά κάτι το αξιόλογο να προτείνει κι όχι μπούρδες. Το ότι μετατρέπουμε τη ζωή μας σε μια αποθήκη γεμάτη από σκουπίδια δεν σημαίνει πως έχουμε πιστέψει πως δεν είναι σκουπίδια αλλά λουλούδια. Είμαστε συνειδητοποιημένοι σκουπιδοσυλλέκτες.
Οι Έλληνες δεν είμαστε δειλοί. Είμαστε δύσπιστοι ή μάλλον τώρα πια απόλυτα άπιστοι. Στο ότι, οποιοσδήποτε θεός ή άνθρωπος λέει αλήθεια. Μέσα μας καίει πάντα η φλόγα η οποία όμως έχει μάθει πια να εκτονώνεται στις όσο το δυνατόν πιο ανώδυνες (πνευματικά) ασχολίες. Οι Έλληνες πάλεψαν με τα θηρία σε όλη τους την ιστορία κι ίσως εδώ και μερικά χρόνια ζήτησαν απλά το «ραχάτι» τους, τη πολυτέλεια να μην σκέπτονται, να μην δημιουργούν, να μην θέλουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν. Σαν τον γιο που τρώει τα έτοιμα από το πατέρα του που έφτυσε αίμα για να τα φτιάξει.
Πολλές φορές ο αδιάφορος, ο παρτάκιας, ο πονηρός, είναι απλά κάποιος που δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στη μάνα που τον γέννησε και τρέχει να κάνει το κουμάντο του με οποιοδήποτε τρόπο, για να σώσει το τομάρι του. Είναι εκείνος που συνειδητοποιεί πως γύρω του τα περισσότερα είναι ψεύτικα και δεν αξίζει να θυσιάσει στάλα από το αίμα του για να τα υπερασπίσει.
Στη χώρα αυτή πάντα μαζί με τους μεγαλύτερους ήρωες, περπάταγαν στα ίδια μονοπάτια και οι μεγαλύτεροι Εφιάλτες. Σε όλα υπερβολικοί ήμασταν πάντα. Όπως στις τραγωδίες μας. Τα πάθη μας τύραννοι, η αυτοθυσία μας χωρίς όριο, η πονηριά μας άπιαστη, η ευφυΐα μας ανεξάντλητη αλλά μπορούσε με τον ίδιο ρυθμό να χρησιμοποιείται τη μια για να δημιουργεί θαύματα και την άλλη για να διαπράττει τα πιο έντεχνα εγκλήματα….
Ο Έλληνας δεν απεργεί, δεν κατεβαίνει σε πορείες, δεν συνδικαλίζεται, δεν αγωνίζεται γιατί δεν έχει κέφι να το κάνει. Επειδή δεν πιστεύει. Σε τίποτα και σε κανέναν πλέον.
Ο Έλληνας δεν είναι υποταγμένος αλλά βαθιά προδομένος. Από όλους αυτούς που πίστεψε και τον διέψευσαν και κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό που συγκρούεται ασταμάτητα ανάμεσα σε κάτι μεγαλειώδες που ήταν και χάθηκε κι αυτό που κατάντησε. Η σκιά του εαυτού του.
Αντίθετα με άλλους λαούς που συνεχίζουν να ψάχνουν τον άγιο Βασίλη, το πασχαλινό κουνελάκι και το καλό κυνηγό που θα σκοτώσει το κακό λύκο, εμείς έχουμε εγκαταλείψει αυτή την αναζήτηση προ πολλού. Ίσως κάτι να παίχτηκε κάπου εκεί στο τέλος του τελευταίου μεγάλου πολέμου. Κι ο τελευταίος εθνικός σπαραγμός ίσως ξεζούμισε και τα τελευταία ψίχουλα μεγαλείου από μέσα μας.
Οι τελευταίοι πιστοί σήμερα είτε πολιτικών είτε θρησκευτικών ιδεών, μοιάζουν περισσότερο σαν να εκπληρώνουν ένα δυσάρεστο καθήκον παρά σαν ενθουσιώδεις πολεμιστές της πίστης τους. Μαζί με το κεράκι στην εκκλησία κατεβάζουν καντήλια ολημερίς, μαζί με τα πανώ που κρατάνε σαν αγγαρεία στα χέρια, κοιτάζουν στραβά τα ζόμπι που εκπροσωπούν τα στρατόπεδα τους. Όσοι ακόμα στην Ελλάδα πιστεύουν σε κάτι από όλα αυτά που σερβίρονται, από τους ίδιους και τους ίδιους βρυκόλακες που ρήμαξαν το τόπο και κάθε ελπίδα, είναι περισσότερο ιδεοληπτικοί παρά ιδεολόγοι.
Ο Σουλειμάν δεν είναι τηλεοπτικό ίνδαλμα για κανένα Έλληνα, γραμμένο τον έχει κανονικά ο θεατής αλλά τυχαίνει να έχει γραμμένα και τα ντόπια τηλεοπτικά δρώμενα οπότε μια ή άλλη είναι τι θα δει. Αδιάφορο. Κάτι να υπάρχει στην οθόνη όταν γεμίζει ο καναπές. Το ριάλιτυ είναι γελοίο αλλά ο καραγκιόζης δεν υπάρχει πια, ούτε ο Κλούβιος με τη Σουβλίτσα, ούτε η θεία Λένα, ούτε ο μικρός ήρωας, ούτε οπότε τι ριάλιτυ, τι δελτίο ειδήσεων, τι αποκλειστική έρευνα… μια από τα ίδια δεν είναι κατά βάθος? Ναι το διάβασμα ενός βιβλίου είναι αξιόλογη απασχόληση αλλά το τσατάρισμα στον υπολογιστή, η φραπεδιά και τα σκυλάδικα της καψούρας είναι πιο… ανώδυνα. mañana θα κάνουμε κάτι άλλο, σήμερα άστο…
Με απλά λόγια ο Έλληνας ξέρει πως μέσα του δεν έχει αγγέλους και κουδουνάκια αλλά δαίμονες. Το γνωρίζει. Ακόμα κι ο τελευταίος κάτοικος του πιο απομακρυσμένου χωριού εδώ σ΄αυτό το τόπο μιλάει με τους δαίμονές τους και ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχουν. Αλλά κάπου στο βάθος της ιστορίας του πίσω, ενώ είχε βρει μοναδικούς κι ανεπανάληπτους τρόπους να τσακίζει αυτά τα δαιμόνια, να τα υποτάσσει και να τα βάζει να δουλεύουν για όφελός του, έχασε το νήμα (βοήθησαν πάρα πολλοί γι΄αυτό…)
Έτσι σήμερα είναι πάντα ο ίδιος αλλά με ένα μεγάλο μειονέκτημα.
Έχει ξεχάσει ποιος είναι και τι είναι ικανός να κάνει.
Και το χειρότερο πείθει σιγά σιγά τον εαυτό του πως τίποτα δεν είναι και πως τίποτα δεν είναι ικανός να κάνει, γιατί οι ίδιοι που του έκλεψαν κάθε δυνατότητα να θυμηθεί, οι ίδιοι τον βομβαρδίζουν με την αντίληψη πως όσα νόμιζε ήταν μπαρούφες, παραμύθια, ευσεβείς πόθοι αλλά ψεύτικοι, ανυπόστατες αντιλήψεις.
Ίσως αυτό να είναι και το τελευταίο χαρτί που μπορούν να παίξουν πάνω μας. Να προσπαθήσουν να μας πείσουν πως δεν ξέρουμε να παίζουμε και να πάμε πάσο…
Ας βγούμε γρήγορα από τη ΜΕΓΑΛΗ ΜΠΛΟΦΑ. Το ότι δεν πιστεύουμε κανέναν είναι τελικά το σοφότερο πράγμα που κάνουμε αυτή τη στιγμή. Το ζήτημα όμως είναι να συμμαζευτούμε και να γεννήσουμε νέες ιδέες. Αυτό δεν κάναμε πάντα? Από το τίποτα δεν χτίζαμε θαύματα?
Από μια πέτρα που έπεφτε στη γη δεν γεννηθήκαμε? Ίσως οι περισσότεροι να ζουν στο απόλυτο σκοτάδι αλλά υπάρχουν πολλοί περισσότεροι από όσους φαντάζεστε που έχουν ξυπνήσει. Το κακό είναι πως είναι διάσπαρτοι και παλεύουν μονάχοι. Η Ελλάδα όμως είναι ένας μικρός χώρος, νοιώθω πως κάπου όλες αυτά τα ελεύθερα πνεύματα αργά ή γρήγορα θα συναντηθούν.
Η απλά παραμυθιάζομαι. Ναι παραμυθιάζομαι κι εγώ, αλλά άλλο το να πιστεύεις σε παραμύθια κι άλλο σε ψέμματα. Η μεγάλη δύναμη που μπορούμε να αντλήσουμε από μέσα μας είναι να θυμηθούμε την ικανότητά μας να πλάθουμε μύθους κι όχι ψέμματα.
Όταν αρχίσουν να γεννιούνται ξανά ηρωικοί αφηγητές κι όχι ανόητοι παπαγάλοι κάτι θα αρχίσει να κινείται γύρω μας….
Ας θυμηθούμε κάποιους υπέροχους λόγους του ποιητή, γιατί σ΄αυτό το τόπο εκτός από υπαλλήλους της εκάστοτε τρόικα και τους υπηρέτες των τοκογλύφων, γεννήθηκαν και Λιαντίνηδες…
Το ελληνικό μέτρο «το γνώθι σαυτόν»
Το ελληνικό μέτρο είναι η ήρεμη αποδοχή από τον έλληνα της απάνθρωπης φύσης. Αποδοχή που έχει υψωθεί στη σφαίρα της πράξης. Δεν πρέπει να μας ξεγελά, που μέσα σ’ αυτόν το γαλήνιο όρο φαίνεται πως λείπει η δραματική διάσταση. Μήπως είδε τάχα κανείς την κτηνωδία της φύσης στο λουλούδι που ανοίγει, στο πουλί που λαλεί, στο κορίτσι που λούζεται;
Χωρίς το δραματικό του στοιχείο το ελληνικό μέτρο θα ‘ταν ένας πολεμιστής σε γυναικωνίτη. Ο Ηρακλής, ας πούμε, στα κομμωτήρια της Ομφάλης με τις λυδές παλλακίδες που του φορούσαν τα πασουμάκια’.
Ύστερα το «γνώθι σαυτόν», που οδηγεί στο ελληνικό μέτρο, πρέπει να το κατανοούμε σαν γνώθι σαυτόν της πράξης. Στους έλληνες το γνώθι σαυτόν το υπαγόρεψε η ανάγκη, γυμνώνοντας ως το κόκαλο τον άνθρωπο, να φανερωθεί το έσχατο πρόσωπο της ύπαρξης του, που σαν όπλο θα αντιμετώπιζε το έσχατο πρόσωπο της φύσης, το απάνθρωπο, όπως τό’χε φανερώσει το ελληνικό φως. Δεν ειναι τυχαίο πως το γνώθι σαυτόν ήταν χαραγμένο στους Δελφούς, στο ιερό του θεού του φωτός.
Τελικά το γνώθι σαυτόν και το ελληνικό μέτρο, το «έδιζησάμην έμεωυτόν» και οι «Έρινύες της Δίκης» για να μιλήσω τη γλώσσα του Ηράκλειτου, δεν είναι ο νόμος αλλά το ήθος των ελλήνων. Ο νόμος που οδηγεί σ’ αυτό το ήθος, η θεωρία που οδηγεί σ’ αυτή την πράξη, ειναι η γνώση τους για τη δύναμη της ανάγκης. Η χωρίς την ύβρι και την ατίμωση, δηλαδή, υποταγή του έλληνα στην κτηνωδία της φύσης.
Μιλώ για κείνα τα αμεταμέλητα «έα, έα» και για κείνα τα μυριετή «αίαΐ, αΐαϊ» που μας έρχουνται ακόμη από το μυθικό βράχο του Καυκάσου, καθώς τα ξεστομίζει ο καρφωμένος Προμηθέας: «Ωχού, ωχού» και «αλλίμονο, αλλίμονο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου