Non Habemus Papam. Από τον ύποπτο θάνατο του Ιωάννη Παύλου Ι στον «ιεροεξεταστή» του Βερολίνου
Μυθιστορηματική πλοκή που περιλαμβάνει οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, ξέπλυμα χρήματος και διεθνείς γεωπολιτικές προεκτάσεις τείνει να λάβει η διαδικασία εκλογής του νέου προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του Βενέδικτου.
Αν η πρώτη έκπληξη, η οποία ανέτρεψε παραδόσεις αιώνων, ήταν η ίδια η ανακοίνωση της παραίτησης του Πάπα ή δεύτερη ήταν το παιχνίδι με την ημερομηνία της εκλογής του νέου ποντίφικα. Από την πρώτη στιγμή οι διαβουλεύσεις για τον καθορισμό της ημερομηνίας που θα συνεδριάσει το κονκλάβιο θύμιζαν περισσότερο ένα μίνι εκκλησιαστικό «πραξικόπημα»...
Ο Εκπρόσωπος του Βατικανού πατήρ Φεντερίκο Λομπάρντι δήλωσε ότι η διαδικασία θα μπορούσε να ξεκινήσει και στις 15 Μαρτίου, πολύ νωρίτερα δηλαδή απ’ ότι προβλέπουν οι κανονισμοί, εξαιτίας των «μοναδικών συνθηκών» που προέκυψαν από την παραίτηση. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Πάπας είχε φροντίσει η παραίτησή του να τίθεται σε ισχύ μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των κρίσιμων βουλευτικών εκλογών που διεξάγονται στις 24 και 25 Φεβρουαρίου.
Η ανακοίνωση της παραίτησης γίνεται ύστερα από σειρά σκανδάλων που συσσωρεύονται τα τελευταία χρόνια. Το πλέον πρόσφατο περιστατικό ήταν η διαρροή απόρρητων εγγράφων του Πάπα, πιθανότατα από τον στενό συνεργάτη του, Πάολο Γκαμπριέλε, τα οποία έφεραν στο φως στοιχεία υπερτιμολογήσεων εκατομμυρίων ευρώ αλλά και καταγγελίες ξεπλύματος χρήματος. Η υπόθεση έλαβε νέα τροπή όταν ο ιταλικός Τύπος παρουσίασε το 2012 ανώνυμη επιστολή σύμφωνα με την οποία άγνωστοι απειλούσαν ακόμη και τη ζωή του Βενέδικτου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα La Repubblica, με παλαιότερες κινήσεις του ο Πάπας φάνηκε να φωτογραφίζει γι’ αυτή την κρίση ορισμένους από τους σημαντικότερους αξιωματούχους του Βατικανού: Τον εκτελούντα χρέη υπουργού Εσωτερικών, Καδινάλιο Μπερτόνε, τον προκάτοχό του, Ανγκελο Σοντάνο και τον επικεφαλής του Συμβουλίου των Επισκόπων Άνγκελο Μπαγκνάσκο.
Το λεγόμενο Vatileaks (στο πρότυπο των Wikileaks) ήρθαν να προστεθούν στις καταγγελίες σκανδάλων που συγκλόνιζαν τη λεγόμενη τράπεζα του Βατικανού και οι οποίες οδήγησαν σε παραίτηση τον προηγούμενο πρόεδρο, Ετόρε Γκότι Τεντέσκι. Η Τράπεζα παραμένει ακέφαλη από τον Μάιο του 2012 και οι περισσότεροι αναλυτές ανέμεναν ότι ο Βενέδικτος θα τοποθετούσε κάποιο στέλεχος εκτός της εκκλησίας για να ερευνήσει τις καταγγελίες διαφθοράς.
Η προηγούμενη φορά που η τράπεζα του Βατικανού βρέθηκε στο επίκεντρο ανάλογων σκανδάλων ήταν στη δεκαετία του 70, όταν συνεργαζόταν με την ιταλική τράπεζα Banco Ambrosiano που κατέρρευσε το 1982, αφού πρώτα ο πρόεδρός της εξαφανίστηκε και βρέθηκε νεκρός στο Λονδίνο. Το σκάνδαλο συνέπεσε με τον επίσης μυστηριώδη θάνατο του Ιωάννη Παύλου Ι, ο οποίος διατήρησε το αξίωμά του για μόλις 33 ημέρες πριν βρεθεί νεκρός στο δωμάτιό του.
Η CIA της Αγίας Έδρας
Αν και φαντάζουν πλέον δευτερεύουσας σημασίας, σε σχέση με τα παιχνίδια εξουσίας που παίζονται αυτές τις ημέρες στους διαδρόμους του κρατιδίου του Βατικανού, τα σεξουαλικά σκάνδαλα που συγκλόνισαν τα τελευταία χρόνια την αγία έδρα, είναι ενδεικτικά του μεγέθους της κρίσης που αντιμετωπίζει η παπική εξουσία. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούσε το Βατικανό στις σχετικές καταγγελίες είναι ενδεικτικός της πρόσφατης ιστορίας του και συνδέεται με το ρόλο που ήθελε να παίξει στις διεθνείς εξελίξεις.
Η ιστορία ξεκινά το 1962 σε μια σκοτεινή αλλά επιβλητική αίθουσα όταν ο Καρδινάλιος Αλφρέντο Οταβιάνι υπογράφει την περίφημη επιστολή Crimen sollicitationis (στα λατινικά το έγκλημα της ανήθικης πρότασης). Με αυτήν ενημερώνει όλους τους καθολικούς πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους του πλανήτη ότι όλα τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης από κληρικούς θα προωθούνται απευθείας στο Βατικανό χωρίς εμπλοκή των τοπικών αστυνομικών αρχών. Η επιστολή έρχεται σε μια περίοδο όπου τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων γνωρίζουν τρομακτική αύξηση. Τα επόμενα 20 χρόνια, μόνο στις ΗΠΑ, θα επιβεβαιωθούν 11.000 περιστατικά (μεταξύ των οποίων και περιπτώσεις βιασμών) από 4.400 ιερείς κάθε βαθμίδας.
Υπεύθυνη για τη διερεύνηση των καταγγελιών θα ήταν η περιβόητη Επιτροπή για το Δόγμα και την Πίστη (CDF), την οποία το αμερικανικό περιοδικό Salon χαρακτήριζε σαν την «CIA του Βατικανού». Πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχεια της Ιεράς Εξέτασης – το ίδιο σώμα δηλαδή που παλαιότερα έκρινε το επιστημονικό έργο του Γαλιλαίου και υπέβαλε χιλιάδες «αιρετικούς» σε φρικτά βασανιστήρια. Από το 1981 το πρόσωπο της CDF αλλάξει ριζικά όταν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β διορίζει επικεφαλής της επιτροπής τον καρδινάλιο Γιόζεφ Ράτσινγκερ – τον μετέπειτα Πάπα Βενέδικτο. Μέσα σε λίγους μήνες ο νέος «ιεροεξεταστής» γίνεται φόβος και τρόμος των καθολικών ιερέων επιβάλλοντας βαρύτατες ποινές σε όσους τολμούν να παρεκκλίνουν έστω και κατ’ ελάχιστο από το θεολογικό και κυρίως το νέο πολιτικό δόγμα που επιβάλλει ο Πάπας. Σε αυτό το πόστο ο Ράτσινγκερ αποκτά το παρατσούκλι «το Ροτβάιλερ του Θεού» (πιθανότατα λόγω και της γερμανικής καταγωγής του και της παλαιότερης συμμετοχής του στη ναζιστική νεολαία του Χίτλερ).
Την ίδια περίοδο το Βατικανό ρίχνει το βάρος του στον Ψυχρό Πόλεμο στηρίζοντας οργανώσεις όπως το συνδικάτο Αλληλεγγύη του Λεχ Βαλέσα. Ο ίδιος ο Ράτσινγκερ μετατρέπεται σε αρχιδιπλωμάτη του Πάπα ταξιδεύοντας σε κάθε γωνιά του πλανήτη όπου υπάρχουν θεολογικές και ιδεολογικές «παρεκκλίσεις». Παρεμβαίνει προσωπικά για να απομακρύνει από τα καθήκοντά τους κληρικούς που συμμετείχαν σε αντιπολεμικές συγκεντρώσεις ενώ χτυπά αλύπητα τις εκκλησίες της Νότιας Αμερικής που συγκρούονταν με τα δικτατορικά καθεστώτα και στηρίζουν ή ανέχονται τα αντάρτικα κινήματα της περιοχής. Στο στόχαστρό του όμως βρίσκονται επίσης οι ομοφυλόφιλοι αλλά και όσοι υποστηρίζουν την αντισύλληψη και τις εκτρώσεις (ακόμη και σε περιπτώσεις ανήλικων κοριτσιών που έχουν πέσει θύματα βιασμού).
Ο Ράτσινγκερ εκπροσωπούσε τις πιο ακροδεξιές και σκοταδιστικές ομάδες του Βατικανού, οι οποίες στο παρελθόν είχαν στηρίξει το φασιστικό καθεστώς Βισί στη Γαλλία, τον δικτάτορα Φράνκο στην Ισπανία, τον Σαλαζάρ στην Πορτογαλία αλλά ορισμένους από τους πιο αιμοσταγείς δικτάτορες της λατινικής Αμερικής, όπως τον Βιντέλα στην Αργεντινή και τον Πινοσέτ στη Χιλή.
Ιταλογερμανική σύγκρουση
Αν και τα περισσότερα στοιχεία συγκλίνουν ότι η παραίτηση του Πάπα σχετίζεται με τα εσωτερικά σκάνδαλα που αντιμετωπίζει το μικροσκοπικό κρατίδιο η κρίση που προκλήθηκε έφερε στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης και τη Ρώμη με το Βερολίνο. Ο ιταλικός γραφειοκρατικός μηχανισμός του Βατικανού ασφυκτιά τα τελευταία 35 χρόνια καθώς δεν έχει καταφέρει να φέρει δικούς του ανθρώπους στον παπικό θρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η εκλογή του Βενέδικτου είχε θεωρηθεί διπλωματική νίκη της Γερμανίας και μάλιστα χαρακτηρίστηκε «προφητική» του νέου ρόλου που ανέλαβε το Βερολίνο ως απόλυτος οικονομικό κυρίαρχος της ΕΕ.
Αν και το Βατικανό έχει χάσει εδώ και δεκαετίες την ισχύ που διέθετε, για να παρεμβαίνει άμεσα στα εσωτερικά άλλων χωρών, είναι σαφές ότι διατηρεί μεγάλη πολιτική επιρροή σε περιοχές του πλανήτη όπως η Λατινική Αμερική – περιοχές δηλαδή που έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο δυτικών δυνάμεων και «φλερτάρουν» με οικονομικά κέντρα της Ασίας.
Η Αγία Έδρα παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Το ερώτημα είναι αν η εσωτερική του σήψη θα τους επιτρέψει να διατηρήσει αυτό το ρόλο και στο μέλλον.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα Φεβρουάριος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου