Blogger Widgets

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Είναι γνωστό ότι τα απόκρυφα κείμενα δεν περιλαμβάνονται στον κανόνα της Αγίας Γραφής.

Από την άλλη οι πληροφορίες που δίνονται σε αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως αφετηρία για τη θέσπιση γιορτών ή για να αποσαφηνιστούν λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν στα ευαγγέλια και στα άλλα ιερά κείμενα, όπως για παράδειγμα τα ονόματα των τριών μάγων ή των δύο ληστών που σταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο.Χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που περιέχονται στααπόκρυφα ευαγγέλια για το πάθος του Χριστού.Οι ερευνητές τα έχουν κατατάξει σε μία ειδική κατηγορία που ονομάζεται «Ευαγγέλια Πάθους,Καθόδου στον Άδη και Ανάστασης του Χριστού». Αυτά είναι το Ευαγγέλιο…

Πέτρου, Ευαγγέλιο Νικοδήμου, Πράξεις Πιλάτου, Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου και Επιστολή των Αποστόλων.

Για το σημερινό σημείωμά μας θα αντλήσουμε υλικό από τα κείμενα στα οποία πρωταγωνιστεί ο ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, ο Πόντιος Πιλάτος, που ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων του Πάθους. Αυτά περιλαμβάνουν αλληλογραφία του ρωμαίου επιτρόπου με τον Ηρώδη Αντίπα, τον τετράρχη της Γαλιλαίας, και με τους αυτοκράτορες Κλάυδιο και Τιβέριο, μία αναφορά του Πιλάτου για τα γεγονότα του Πάθους, καθώς και την ανάκριση του Πιλάτου από τον αυτοκράτορα, την καταδίκη του, μία διήγηση για το θάνατό του και μία αφήγηση του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας για το Πάθος. Εννοείται ότι τα παραπάνω κείμενα είναι ψευδεπίγραφα και έχουν γραφτεί πολύ αργότερα, μάλλον κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Στην επιστολή που στέλνει στον Ηρώδη αφού τονίζεται η παρουσία του Ιησού στη Γαλιλαία, μετά την ανάσταση, σε περισσότερους από πεντακοσίους ανθρώπους, στη συνέχεια η σύζυγος του Πιλάτου, που ονομάζεται στο κείμενο Πρόκλα , αφού παίρνει μαζί της στρατιώτες, που ήταν παρόντες στην Ανάσταση, πηγαίνουν και βρίσκουν τον Ιησού, που διδάσκει. Στο τέλος ο Ιησούς λέει στον Πιλάτο πως θα τον ευγνωμονούν οι γενιές, μιας και στις μέρες του συνέβησαν τα γεγονότα του Πάθους.

Στην επιστολή που υποτίθεται ότι ο Πιλάτος στέλνει στον Κλαύδιο, ο επίτροπος περιγράφει τι έχει κάνει όταν του έφεραν εμπρός του το Χριστό, ενώ δε διστάζει να τονίσει ότι οι στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο του Ιησού τον είδαν αναστημένο.

Η επιστολή που στέλνει στον Τιβέριο αποτελεί την απολογία του Πιλάτου, για τη συμμετοχή του στη σταύρωση του Ιησού, ενώ τον ίδιο σκοπό φαίνεται να εξυπηρετεί και η αναφορά του στον αυτοκράτορα, στην οποία γίνεται και σύγκριση του Χριστού με τους θεούς των Ρωμαίων. Φυσικά παρόμοιους σκοπούς εξυπηρετούν και τα υπόλοιπα κείμενα του κύκλου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση του Ιωσήφ για τα γεγονότα. Στην αρχή περιγράφεται η πολιτεία των δύο ληστών που σταυρώθηκαν με το Χριστό, ενώ δίνονται και τα ονόματά τους, Γέστας και Δημάς. Στη συνέχεια γίνεται λόγος για το σχέδιο της σύλληψης του Ιησού και τη δίκη του από τους Ιουδαίους. Αφού ο Κύριος σταυρώνεται από τον Πιλάτο, με λεπτομέρειες παρουσιάζεται ο διάλογος που κάνει με τους δύο ληστές στο σταυρό. Τέλος η αφήγηση κλείνει με την ανάσταση του Κυρίου και την εμφάνισή του μαζί με το ληστή που πίστεψε σε αυτόν, εμπρός στον Ιωσήφ.

Όλες οι παραπάνω διηγήσεις των πράξεων του Πιλάτου ήταν πολύ δημοφιλείς κατά το Μεσαίωνα και διαβάζονταν ανελλιπώς. Αν και ήταν δύσκολο να εξαχθούν από αυτές κάποια πραγματικά στοιχεία για τα γεγονότα του Πάθους, εντούτοις προσεγγίζονταν με σεβασμό και ευλάβεια. Και δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιήθηκαν από την αιθιοπική εκκλησία στην προσπάθειά της να ανακηρύξει άγιο το ρωμαίο επίτροπο, πράγμα που τελικά έγινε.

Η εύρεση του απόκρυφου κειμένου που ονομάστηκε ευαγγέλιο του Πέτρου είναι πράγματι συναρπαστική. Βρέθηκε το χειμώνα του 1886 στην Akhmim της Αιγύπτου στον τάφο ενός μοναχού, μαζί με άλλα δύο κείμενα. Μεταξύ των ερευνητών υπήρξαν πολλές αντιτιθέμενες απόψεις γι’ αυτό, και έτσι οι σχετικές εργασίες που είδαν το φως της δημοσιότητας για την ερμηνεία του, είναι πάρα πολλές.

Είναι πιθανό να γράφτηκε στο πρώτο μισό του δεύτερου αι. μ. Χ. στη Μικρά Ασία, ενώ ο συγγραφέας του φαίνεται να γνώριζε καλά τα κανονικά ευαγγέλια.

Στην αρχή της διήγησης ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία καταλαβαίνει ότι πρόκειται να σταυρώσουν τον Κύριο, και ζητάει το σώμα του για να το ενταφιάσει. Στη συνέχεια περιγράφεται το Πάθος: Φορούν τον κόκκινο μανδύα στον Ιησού και τον βάζουν να καθίσει σε δικαστικό θρόνο, ενώ τον πειράζουν λέγοντάς του να κρίνει το λαό. Τον χτυπούν, τον φτύνουν τον μαστιγώνουν λέγοντας: « Ταύτη τη τιμη τιμήσωμεν τον υιόν του Θεού»

Σταυρώνουν μαζί του δύο κακούργους και πάνω στο σταυρό τοποθετούν την επιγραφή «ούτος έστιν ο βασιλεύς του Ισραήλ». Το μεσημέρι της σταύρωσης έπεσε σκοτάδι σε όλη την Ιουδαία. Αγωνιούσαν τότε οι παρευρισκόμενοι για να μη δύσει ο ήλιος. Δίνουν στο Ιησού να πιει ξύδι και αρκετοί άνθρωποι κυκλοφορούσαν με λυχνάρια σαν να ήταν νύχτα. Ο Κύριος τότε κραύγασε «Η δύναμίς μου, η δύναμις, κατέλειψάς με».

Βγάζουν τότε τα καρφιά από τα χέρια του και τον βάζουν στη γη. Και αυτή σείστηκε και όλοι φοβήθηκαν. Βγήκε κατόπιν ο ήλιος, οι Ιουδαίοι χάρηκαν, ενώ οι στρατιώτες έδωσαν το σώμα του Χριστού στον Ιωσήφ.

Ο λαός τότε αναλογίστηκε το κακό που έκανε και άρχισε να θρηνεί. Μόλις το είδαν αυτό τα μέλη του Συνεδρίου ζήτησαν από τον Πιλάτο στρατό για φρουρά του τάφου και τον σφραγίζουν με εφτά σφραγίσματα.

Πολλοί πήγαν να δουν τον τάφο. Καθώς ξημέρωνε η Κυριακή ακούστηκε δυνατή φωνή από τον ουρανό, που άνοιξε, και δύο άντρες κατέβηκαν και άνοιξαν το μνημείο. Βγήκαν από αυτό με το Χριστό, ενώ τους ακολουθούσε ένας σταυρός.

Την Κυριακή η Μαρία η Μαγδαληνή με άλλες γυναίκες ήρθαν στον τάφο. Τον είδαν ανοιχτό και μέσα του ένας νέος τους πληροφόρησε για την Ανάσταση.

Η διήγηση τελειώνει βρίσκοντας τους μαθητές στην Ιερουσαλήμ να κλαίνε και να είναι θλιμμένοι.

Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης του απόκρυφου ευαγγελίου του Πέτρου, πρόκειται για κείμενο που δανείζεται πολλά στοιχεία από τα κανονικά ευαγγέλια και τα χρησιμοποιεί με τον τρόπο που θέλει ο συγγραφέας του, ο οποίος δείχνει να επανερμηνεύει τα γεγονότα του Πάθους. Χαρακτηριστικό του στοιχείο είναι τα πολλά λαϊκά στοιχεία που υπάρχουν στο κείμενο, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση πως θα ήταν αρκετά δημοφιλές ανάγνωσμα και θα κυκλοφορούσε ευρέως ανάμεσα στις μάζες.

Οι μαθητές δε φαίνεται να έχουν σημαντικό ρόλο. Κρύβονταν, γιατί καταζητούνταν από τις αρχές που πίστευαν ότι ήθελαν να βάλουν φωτιά στο Ναό. Στο τέλος ο συγγραφέας βάζει τον Πέτρο και τον αδελφό του Ανδρέα να πηγαίνουν να ρίξουν τα δίχτυα τους στη λίμνη μαζί με το Λευί, το γιο του Αλφαίου.

Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικόδημου, με το οποίο θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας σημείωμα, είναι πράγματι ένα σύνθετο κείμενο. Αποδίδεται στο επιφανές μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου, Νικόδημο, που ήταν κρυφός μαθητής του Ιησού και είχε φροντίσει μαζί με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία να πάρουν το σώμα του Κυρίου και να το θάψουν .

Στην ουσία, όπως δέχεται η πλειοψηφία των ερευνητών του έργου, είναι δημιούργημα πολλών πιστών, που ο καθένας πρόσθεσε τη δική του συμβολή για να αποκτήσει αυτό την τελική μορφή του με την οποία μας έχει σήμερα παραδοθεί.

Το ευαγγέλιο του Νικόδημου αρχίζει με τη δίκη του Ιησού από τον Πιλάτο. Οι Ιουδαίοι, εκτός από τις γνωστές κατηγορίες εναντίον του, του αποδίδουν και την κατηγορία της μαγείας. Με πολλές λεπτομέρειες περιγράφεται η κάθοδος του Χριστού στον Άδη και η εμφάνιση Του μετά την ανάσταση στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία.

Πιο αναλυτικά, στο πρώτο μέρος υπάρχουν τα πρακτικά της δίκης του Χριστού, όπως τα έχει διασώσει ο Νικόδημος. Αρχικά οι αρχιερείς κατηγορούν τον Ιησού, ενώπιον του Πιλάτου. Η κυριότερη κατηγορία είναι για μαγεία, μιας και έχει γιατρέψει αρρώστους και την ημέρα της αργίας του Σαββάτου. Ο Πιλάτος διατάζει τότε τον αγγελιοφόρο του να φέρει το Χριστό. Αυτός μόλις βλέπει τον Κύριο απλώνει κάτω τη χλαμύδα του για να πατήσει και τον προσκυνάει. Σε ερώτηση του επιτρόπου για την πράξη του, απαντάει πως προσκύνησε το βασιλιά των Ιουδαίων.

Όταν ο Χριστός μπαίνει στο Πραιτώριο οι εικόνες των αυτοκρατόρων έπεσαν και τον προσκύνησαν. Η γυναίκα του Πιλάτου στέλνει μήνυμα να μην του κάνει κακό. Οι αρχιερείς όμως είναι ανένδοτοι και επιμένουν να γίνει η δίκη. Αν και ο Πιλάτος δε βρίσκει εναντίον του κατηγορία, αναγκάζεται να τον οδηγήσει στο σταυρό, παρά την επέμβαση του Νικόδημου και τις μαρτυρίες αυτών που είχαν ευεργετηθεί από τον Κύριο.

Μαζί με το Χριστό σταυρώνονται και οι δύο ληστές, ο Γέστας και ο Δυσμάς. Παρέδωσε το πνεύμα του στις δώδεκα το μεσημέρι και την ίδια ώρα σκοτάδι έπεσε στη γη.

Ο Νικόδημος παίρνει το σώμα του Κυρίου, και γι’ αυτό φυλακίζεται από το Μεγάλο Συνέδριο, ενώ στη συνέχεια της διήγησης στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο διηγούνται τα σχετικά με την ανάσταση γεγονότα. Ο Νικόδημος κατόπιν επισκέπτεται στη φυλακή τον Ιωσήφ, και αυτός του διηγείται τη συνάντησή που είχε με τον αναστημένο Ιησού.

Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του ευαγγελίου του Νικόδημου. Στο δεύτερο περιγράφεται η κάθοδος του Ιησού στον Άδη από το δίκαιο Συμεών που αναστήθηκε και από τους δύο γιούς του. Μόλις λοιπόν ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη, όλος ο σκοτεινός τόπος έλαμψε, πράγμα που γέμισε μεγάλη χαρά τους δίκαιους που βρισκόταν εκεί. Ο Άδης παραδέχτηκε την ήττα του από το βασιλιά της δόξης.

Ο Χριστός έπιασε τον προπάτορα Αδάμ και τον σήκωσε. Τον ευλόγησε στο μέτωπο και το ίδιο έκανε και με τους πατριάρχες του λαού του Θεού, τους προφήτες, τους μάρτυρες και τους προπάτορες. Κατόπιν τους πήρε μαζί του, ενώ στον παράδεισο βρέθηκε και ο μετανοημένος ληστής.

Το ευαγγέλιο του Νικόδημου, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, είναι μία πολύ δυνατή διήγηση, αγαπητή στους πιστούς. Οι λεπτομέρειες που έχει είναι εντυπωσιακές, το ύφος του μεγαλοπρεπές και ποιητικό. Πρόκειται πράγματι για ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που ενέπνευσε και την υμνογραφία και τη ζωγραφική της εκκλησίας, ενώ οι εργασίες των ερευνητών γι’ αυτό συνεχώς αυξάνονται.


Του Νίκου Παύλου

Από  εδώ  &  αντιγράψαμε από  εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Next previous home