Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Γιατί η Ελλάδα δεν μειονεκτεί απέναντι στην Τουρκία

Γράφει ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης

Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πέρασαν μέσα από διαφορετικές φάσεις οι οποίες εναλλάσσονταν μεταξύ περιόδων πολέμων, φιλίας, συμμαχίας και διαστημάτων «ειρηνικής συνύπαρξης» και «μη πολέμου»

Η μη ευθύγραμμη αυτή πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων συνέβαλε στο να «κατασκευαστούν» από την ελληνική πλευρά ορισμένες παραδοχές για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες κατά παράδοξο τρόπο εξακολουθούν να ισχύουν παρόλο που οι διεθνείς συγκυρίες έχουν μεταβληθεί. Οι περισσότερες από αυτές τις παραδοχές εξακολουθούν όχι μόνο να επηρεάζουν τις πολιτικές που ακολουθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις αλλά φαίνεται να αποτελούν και βασικές σταθερές, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι σκέψεις και οι ενέργειες των βασικών διαμορφωτών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής…

Επίσης, τα τελευταία χρόνια, νέες παραδοχές έχουν προστεθεί στις προηγούμενες και τείνουν να καταστούν κι αυτές βασικές συνιστώσες της αντίληψης που έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Οι παραδοχές αυτές είναι οι εξής:

α) Η γεωπολιτική παραδοχή: Η Τουρκία έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία σε σχέση με την Ελλάδα.

β) Η παραδοχή του «συμπλέγματος του Μεγάλου Γείτονα». Η Τουρκία είναι ένα μεγάλο κράτος που απειλεί την Ελλάδα, η οποία μόνη της δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει.

γ) Η κανονιστική παραδοχή. Η Ελλάδα θεωρεί ότι στα διμερή ζητήματα που την απασχολούν με την Τουρκία, το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος της και πρέπει η πολιτική της να βασίζεται σ’ αυτό.

Τα τελευταία δε χρόνια έχουν δημιουργηθεί οι εξής δύο νέες παραδοχές:

δ) Η οικονομική παραδοχή. Η Τουρκία, εξαιτίας του δυναμισμού που η οικονομία της έχει αποκτήσει, έχει τα μέσα να περιθωριοποιήσει την Ελλάδα και

ε) Η παραδοχή της διαδικασίας του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Η Τουρκία εντασσόμενη στην ΕΕ θα συμπεριφέρεται ως ένας ευρωπαϊκός εταίρος. Με άλλα λόγια θα απεμπολήσει σταδιακά την επιθετική της συμπεριφορά (ή θα υιοθετήσει λιγότερο επιθετική συμπεριφορά).

Οι παραδοχές αυτές σε μεγάλη έκταση δεν ισχύουν στην ολότητά τους και θα πρέπει η ελληνική εξωτερική πολιτική να απελευθερωθεί απ΄ αυτές, ώστε να είναι σε θέση να διαμορφώσει μια συγκροτημένη και περισσότερο αποτελεσματική πολιτική έναντι της Τουρκίας.

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Τόσο κατά το παρελθόν, όσο και σήμερα, η γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας προσδιορίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική. Λόγου χάρη, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όσο αυξανόταν η ένταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και το διεθνές σύστημα είχε μεταβληθεί σε αυστηρό διπολικό, τόσο η στρατηγική σημασία της Ελλάδας αυξανόταν. Ωστόσο, πολλοί θεωρούσαν ότι τόσο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και κυρίως μετά, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τη Δύση και ιδιαίτερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και το γεωπολιτικό βάρος της Τουρκίας σαφώς ήταν μεγαλύτερο. Κατά συνέπεια, η Τουρκία είχε και εξακολουθεί να έχει, εκμεταλλευόμενη τη γεωπολιτική της σημασία, τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται προς την Ελλάδα - σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ - με υπεροψία και να θέτει χωρίς συνέπειες ένα πλήθος αιτημάτων: από την προστασία της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη μέχρι τη μείωση του εναέριου χώρου της Ελλάδας καθώς και να προβαίνει σε απειλές πολέμου εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε δώδεκα μίλια στο Αιγαίο. Παράλληλα, εισέβαλε το 1974 στο βόρειο μέρος της Κύπρου και δεν δείχνει ουσιαστικά κάποια θέληση να συμβιβαστεί με την αποδοχή μιας λειτουργικής διζωνικής ομοσπονδίας στην μεγαλόνησο.

Ωστόσο, αρκετά συχνά λησμονείται το γεγονός ότι δεν είναι μόνο η Τουρκία που έχει γεωπολιτική σημασία αλλά και η Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία αποτελούσαν ένα ενιαίο γεωπολιτικό φράγμα στη σοβιετική επέκταση προς την ανατολική Μεσόγειο. Ειδικότερα, ο έλεγχος του ελληνικού χερσαίου, θαλάσσιου και εναέριου χώρου απέδιδε για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ τα εξής στρατηγικά πλεονεκτήματα: τη δυνατότητα επιτήρησης των θαλάσσιων προσβάσεων της Ανατολικής Μεσογείου, το επιχειρησιακό πλεονέκτημα υπερκεράσεως των Στενών από τα δυτικά, τη δυνατότητα- εξαιτίας της ύπαρξης των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο- πλήρους επιτήρησης των γραμμών επικοινωνιών μεταξύ του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου. Δεν ήταν συνεπώς τυχαίο που τα δύο κράτη ονομάστηκαν «σιαμαίοι».

Αναμφίβολα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η γεωπολιτική ενότητα του ελληνοτουρκικού χώρου υπονομεύθηκε, καθώς η σοβιετική απειλή από το Βορρά δεν υπήρχε πλέον και τα όμορα βαλκανικά κράτη είτε εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, είτε αποδυναμώθηκαν εξαιτίας των συρράξεων στα Δυτικά Βαλκάνια. Ωστόσο, η επέκταση της γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας, κυρίως εξαιτίας της εγγύτητάς της με τον ευαίσθητο για τις ενεργειακές πηγές χώρο της Μέσης Ανατολής, και ως χώρας- διαμετακομιστή πετρελαίου και φυσικού αερίου, αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι η Τουρκία θεωρείται, ιδιαίτερα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ως ένα κράτος από τη μια μεριά κοσμικό και φιλικό προς αυτά, αλλά που ανήκει από την άλλη περισσότερο στον βαλτώδη και ρευστό χώρο της Μέσης Ανατολής παρά στην Ευρώπη. Εάν η Τουρκία καταστεί πλήρες μέλος, τότε η ΕΕ θα συνορεύει και θα είναι αναγκασμένη να αναμειχθεί στις εντάσεις που υφίστανται ανάμεσα στην Τουρκία σχεδόν με όλες τις γειτονικές της χώρες στα ανατολικά, συμπεριλαμβανομένου του Κουρδικού ζητήματος. Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ είναι περιορισμένες. Εξάλλου, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία στην προσπάθειά της να υπερτονίσει τη γεωπολιτική της σημασία επεδίωξε να αναλάβει πρωτοβουλίες που πολύ γρήγορα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 όταν παρουσιάστηκε ως προστάτης των τουρκόφωνων νέων Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας, όταν θέλησε να αναδείξει το ρόλο της στην Μαύρη Θάλασσα - που όμως πολύ γρήγορα έχασε το ενδιαφέρον της για τον ΟΣΕΠ (Οργανισμός Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου) - και τέλος η πρόσφατη έντονη δραστηριότητά της στα αραβικά κράτη που κατέληξε στη δυσχερή αντιμετώπιση του συριακού προβλήματος και στις ολοένα και επιδεινούμενες σχέσεις με το Ιράν.

Αντίθετα, μολονότι η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας μειώθηκε στον άξονα Βορρά – Νότου, αυξήθηκε στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ΄90, καθώς η Ελλάδα ως οργανικό μέλος της ΕΕ και φυσικά του ΝΑΤΟ μπορούσε να παίξει, όπως και τελικά έπαιξε, μετά την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας με την ΠΓΔΜ το 1995, πρωταγωνιστικό ρόλο για τη σταθεροποίηση των Δυτικών Βαλκανίων. Επιπρόσθετα, η γειτονία της αεροναυτικής βάσης των ΗΠΑ στην Κρήτη με τη Βόρειο Αφρική, το Ισραήλ, τον Λίβανο και τη Συρία, καθώς και με τις χώρες του Περσικού Κόλπου παίζει ένα σημαντικό ρόλο, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί. Τέλος, η σημασία της Ελλάδας έχει επίσης αναβαθμιστεί με δύο πρόσφατες εξελίξεις. Η πρώτη εξέλιξη αφορά στην ανάπτυξη στενών στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Ελλάδας, που αν αποδειχθούν μακροπρόθεσμης πνοής, μπορούν να επαναπροσδιορίσουν την ισορροπία των δυνάμεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου με αρνητικές επιπτώσεις για την Τουρκία. Η δεύτερη εξέλιξη αναφέρεται στην ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στις ΑΟΖ της Κύπρου και του Ισραήλ που αναπόδραστα οδηγούν και για πρακτικούς λόγους (τρόποι μεταφοράς των νέων κοιτασμάτων των υδρογονανθράκων) σε μια σύναψη ενός γεωοικονομικού τριγώνου ανάμεσα στο Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα.

Κατά συνέπεια, η παραδοχή ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει τεράστια γεωπολιτική σημασία μόνον εν μέρει είναι ορθή. Έχει και η Ελλάδα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, αρκεί αυτά να έχουν αναλυθεί σωστά από τους διαμορφωτές αποφάσεων και να γίνουν αντικείμενο παραγωγής ορθής πολιτικής.

ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΓΕΙΤΟΝΑ

Η τουρκική απειλή δημιουργούσε πάντοτε διλήμματα που συχνά αποδεικνύονταν ανυπέρβλητα. Μια παραδοχή που έχει γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτή από τους Έλληνες διαμορφωτές αποφάσεων είναι ότι όποτε η Ελλάδα αντιπαρατάχθηκε μόνη της με την Τουρκία δεν μπόρεσε να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, διότι όποτε το έκανε, η έκβαση της διαμάχης απέβαινε υπέρ της Τουρκίας, καθόσον ήταν μεγαλύτερη, ισχυρότερη και πολυπληθέστερη χώρα. Μόνο όταν την αντιμετώπισε στο πλαίσιο μιας συμμαχίας, κατάφερε η Ελλάδα να ικανοποιήσει τους στόχους της. Ο Θοδωρής Κουλουμπής το απεκάλεσε «δόγμα Θεοδωρόπουλου» από τον εξέχοντα διπλωμάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο που πρώτος το διατύπωσε συγκροτημένα. Για να αντιμετωπίσει, συνεπώς, η Ελλάδα την τουρκική απειλή ήταν αναγκασμένη να στρέφεται προς συμμαχίες που τις περισσότερες φορές ήταν με ισχυρότερες και εξωπεριφερειακές δυνάμεις, πράγμα που σήμαινε, όχι σπάνια, την απώλεια της αυτονομίας της, ιδιαίτερα όταν ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί στρατιωτική ισορροπία με την Τουρκία. Για να παραφράσουμε την περίφημη ρήση του Μεξικανού προέδρου Πορφύρο Ντιάζ «Καημένη Ελλάδα, τόσο κοντά στην Τουρκία και τόσο μακριά από το Θεό». Απόρροια της παραδοχής αυτής ήταν ότι, ιδιαίτερα από το 1974 μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα της ρητορείας που κατά καιρούς επέδειξαν με κύριο αποδέκτη το εσωτερικό ακροατήριο οι ελληνικές κυβερνήσεις, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και στην Κύπρο με τρεις τρόπους που φανέρωναν αυτήν ακριβώς την παραδοχή. Ο πρώτος τρόπος αναφέρεται στα μέσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, ώστε να αποτραπεί η τουρκική επιθετικότητα. Η Αθήνα έκρινε ότι μόνον ειρηνικά μέσα θα έπρεπε να υιοθετηθούν. Ο δεύτερος τρόπος αποσκοπεί στην επίτευξη της διεθνούς απομόνωσης της Τουρκίας, εγχείρημα βέβαια εξαιρετικά δυσχερές με τη συγκρότηση περιφερειακών, διαφορετικών κατά καιρούς συμμαχιών στη Βαλκανική, στη Μέση Ανατολή ακόμα και στην Υπερκαυκασία και ο τρίτος απέβλεπε στην αμυντική ενίσχυση, ώστε να αυξηθεί στο μέγιστο δυνατό η αποτρεπτική ισχύς της χώρας.

Εάν αυτή η παραδοχή τα προηγούμενα χρόνια είχε μια ουσιαστική αξία, μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, έχει μειωθεί σημαντικά. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ ως πλήρους μέλους θα πρέπει να μελετηθεί ως η σημαντικότερη διπλωματική επιτυχία της χώρας μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913, η τελευταία, ωστόσο ήταν απόρροια πολεμικών επιχειρήσεων. Η ένταξη δεν απέφερε μόνο οικονομικά οφέλη στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο όφελος από πλευράς ασφάλειας ήταν - χωρίς η ΕΕ να είναι κατά βάσιν στρατιωτική συμμαχία- ότι στην ουσία εξουδετερώθηκε σε μεγάλη έκταση ο κίνδυνος μιας προσβολής της Ελλάδας από τον υπέρτερο σε στρατιωτικά μέσα γείτονά της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κίνδυνος αυτός έχει εξαφανιστεί καθώς η Τουρκία ενδυναμώνει τη στρατιωτική της ισχύ και ιδιαίτερα το ναυτικό της. Γι’ αυτό το λόγο η Ελλάδα δεν πρέπει να αντιμετωπίζει την Τουρκία με το δέος μιας μικρής χώρας έναντι μιας μεγάλης, αλλά με τα πιστοποιητικά που έχει ως μέλος μιας ευρωπαϊκής (συν)ομοσπονδίας που με κατάλληλους διπλωματικούς ελιγμούς είναι σε θέση να επιβάλλει τις δικές της εθνικές θέσεις ως θέσεις της κοινής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.

Εξάλλου, κατά το πρόσφατο παρελθόν αυτό το πέτυχε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία θα πρέπει να εκτιμηθεί ως ένα άλλο μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μολονότι το Κυπριακό ζήτημα δεν έγινε κατορθωτό να επιλυθεί και η διασύνδεση της προόδου των διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας με την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Βασική, ωστόσο, προϋπόθεση αυτής της πολιτικής είναι να αποκατασταθεί το διαπραγματευτικό βάρος της Ελλάδας στη διαμόρφωση των θέσεων της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική με την ανάκαμψη της οικονομίας της καθώς και με τη ανάδυση ενός κράτους πιο αποτελεσματικού και λιγότερο διεφθαρμένου. Βλέπουμε, συνεπώς, πόσο διασυνδεμένη είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση με την εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα με την αντιμετώπιση της Τουρκίας.

Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επιχειρηματολογίας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ότι οι ελληνικές θέσεις στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο ενώ η Τουρκία κατάφωρα το παραβιάζει, όπως παραβιάζει επίσης το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Αυτή η παραδοχή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εισβολή που η Τουρκία πραγματοποίησε στην Κύπρο και στην άρνησή της να αποδεχτεί ότι τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα. Ως εκ τούτου, αρνήθηκε να επικυρώσει τη νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας των Ηνωμένων Εθνών του 1992. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική ενός κράτους δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στο διεθνές δίκαιο και ούτε μπορεί να το επικαλείται συνεχώς για ζητήματα που για πολλούς εκτιμούνται και ως πολιτικά. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται συνήθως από τα τρίτα κράτη και κυρίως τις μεγάλες δυνάμεις με κύριο κριτήριο τα εθνικά συμφέροντά τους.

Εξάλλου, αυτή η παραδοχή αποτελεί μια «κατασκευή» που καλλιεργήθηκε επισταμένως από την ελληνική πλευρά. Δηλαδή, ότι η Ελλάδα καταφεύγοντας στα διεθνή δικαστήρια θα δικαιωθεί. Όμως, δεν είναι σίγουρο ότι σε περίπτωση που το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών με βάση τις αποφάσεις που έχει εκδώσει (νομολογία) επιδικάσει τη διμερή διαφορά με την Τουρκία για την χάραξη των ορίων της υφαλοκρηπίδας, όπως, επίσης και στην περίπτωση της χάραξης των ορίων της ΑΟΖ, δεν θα λάβει σοβαρά υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες που υφίστανται στο Αιγαίο, την επήρεια της νότιας τουρκικής ακτογραμμής και της οικονομικής δραστηριότητάς της. Επίσης, δεν είναι δεδομένο ότι θα παραχωρήσει μεγαλύτερη θαλάσσια έκταση για εκμετάλλευση στην Τουρκία από εκείνη που πολλοί νομίζουν στην Ελλάδα. Ούτε στα ζητήματα των μειονοτήτων θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που ακολουθούν μια πολιτική ικανοποιητικής ανεκτικότητας, αφού έχει καταδικαστεί από το Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για παραβίαση των μειονοτικών δικαιωμάτων.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Στην Ελλάδα ολοένα και περισσότερο έχει γίνει αποδεκτό, ακόμα και πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, ότι η Τουρκία εξαιτίας του δυναμισμού που επιδεικνύει η οικονομία της, θα καταστεί στο μέλλον μεγαλύτερη απειλή. Ήδη, από το 1995 είχε διατυπωθεί ο φόβος ότι η έναρξη της τελωνειακής ένωσης μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ θα οδηγούσε σε αύξηση των εξαγωγών της Τουρκίας προς στην Ελλάδα. Σήμερα, το ΑΕΠ της γειτονικής χώρας έχει ήδη φτάσει τα 744 δισ. δολάρια από το επίπεδο των 230 δισ. δολαρίων που βρισκόταν το 2002 ενώ σημειώνεται ότι έχει πετύχει εντυπωσιακή ανάπτυξη των εξαγωγών της που άγγιξαν τα 152 δισ. δολάρια. Η Τουρκία ανήκει στoυς G-20, ενώ συνολικότερα η οικονομική ισχύς της αυξάνεται συνεχώς, πράγμα που τονίζεται επανειλημμένα από την τουρκική διπλωματία. Η Τουρκία εξ αιτίας του δυναμισμού που η οικονομία της, έχει αποκτήσει έχει συνεπώς τα μέσα να περιθωριοποιήσει την Ελλάδα. Εκφράζεται, δε ολοένα και συχνότερα η ανησυχία ότι η Τουρκία θα είναι σε θέση να διεισδύσει στον οικονομικό χώρο της Ελλάδας, ιδιαίτερα στη Δυτική Θράκη, εξαγοράζοντας πολλές ελληνικές επιχειρήσεις και εκμεταλλευόμενη την οικονομική δυσπραγία της χώρας. Επίσης, οι τουρκικές επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν με επιτυχία τις ελληνικές στα Βαλκάνια, ένα χώρο όπου η ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια σημείωσε σημαντικά επιτεύγματα.

Ωστόσο, αυτό που έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια δεν ήταν η οικονομική διείσδυση της Τουρκίας στην Ελλάδα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Η πλήρης κατάργηση των τελωνειακών δασμών, η μη ύπαρξη εμποδίων στην ανάπτυξη του εμπορίου και το θετικό κλίμα που καλλιεργήθηκε ανάμεσα στις δύο χώρες μετά το 1999 δημιούργησαν κίνητρα για μεγαλύτερη παρουσία των ελληνικών προϊόντων στην Τουρκία. Για τις ελληνικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα για τις εμπορικές, η τουρκική αγορά έγινε αρκετά ελκυστική, αφού είναι ευκολότερα προσβάσιμη από ό,τι οι αντίστοιχες αγορές της Δυτικής Ευρώπης, καθώς τα καταναλωτικά πρότυπα των Τούρκων είναι όμοια με τα ελληνικά και το γεγονός αυτό διευκόλυνε τις ελληνικές επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Η Τουρκία έχει, συνεπώς, καταστεί μια πολύτιμη αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, αφού κατατάσσεται στις έξι πρώτες χώρες όπου κατευθύνονται οι ελληνικές εξαγωγές. Το δε 2011, το εμπορικό ισοζύγιο Ελλάδας - Τουρκίας εμφανίζεται πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας. Οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 104,2% σε σχέση με το 2010, ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 0.9%. Το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας, το οποίο το 2007 ήταν της τάξης των 956 εκατ. ευρώ, το 2008 ανήλθε σε 862 εκατ. ευρώ, το 2009 ανήλθε σε 362 εκατ. ευρώ και κατά το 2011 μετετράπη σε πλεόνασμα ύψους 302,8 εκατ. ευρώ. Τα κυριότερα προϊόντα που η Ελλάδα εξάγει στην Τουρκία είναι τα ορυκτά λάδια – καύσιμα και το βαμβάκι. Οι δύο αυτές κατηγορίες προϊόντων καταλαμβάνουν πάνω από το 50% της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών. Αναφορικά με τις ελληνικές επενδύσεις, αυτές αποτελούν το 10% του συνόλου των ξένων επενδύσεων στην χώρα κατά την περίοδο 2004-2008. Το σύνολο των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία υπερβαίνει τα έξι δισ. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων. Η εξαγορά της Finansbank από την Εθνική Τράπεζα το 2006 ήταν η σημαντικότερη. Τότε πολλοί στην Ελλάδα θεώρησαν ότι η επένδυση αυτή ήταν επικίνδυνη και ότι θα έβαζε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας σε περιπέτειες. Για το 9μηνο του 2012, τα έσοδα της Finansbank έχουν ανέλθει στα 1,22 δις ενώ τα έσοδα της μητρικής Ελλάδος ανήλθαν μόνο στα 840 εκατ. ευρώ. Έχουν δε καταγραφεί περισσότερες από σαράντα ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία.

Οι εξελίξεις αυτές αποδεικνύουν ότι η απειλή του οικονομικού κινδύνου και της οικονομικής διείσδυσης απ΄ την Τουρκία ήταν υπερβολική, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι ελληνικές τράπεζες ήταν εκείνες που εκμεταλλεύτηκαν τη μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας. Εξαιτίας δε της οικονομικής κρίσης, παρατηρείται σήμερα τάση αποχώρησης των λίγων τουρκικών εταιρειών που έχουν δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα.

Η ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΤΟΥ ΕΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου που αρχίζει το 1993 και ιδιαίτερα μετά το 1996, όταν ο Κώστας Σημίτης εκλέχτηκε πρωθυπουργός, είναι ότι ο βαθμός εξευρωπαϊσμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αυξάνεται ακόμα περισσότερο και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι τώρα προσαρμοσμένη προς την ΕΕ περισσότερο από ποτέ, αφού οι περισσότερες εκφάνσεις της ασκούνται μέσα από το πρίσμα της πολιτικής της ΕΕ. Η προσαρμογή αυτή διαπιστώνεται και από την πολιτική που υιοθέτησε η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Αποδέχθηκε πρώτα την τελωνειακή ένωση με την Τουρκία και τελικά τη δυνατότητα ένταξής της στην ΕΕ το 1999. Ωστόσο, ένας άλλος βασικός λόγος για την αλλαγή της ελληνικής πολιτικής οφειλόταν στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ήθελε να χαρακτηρίζεται συνεχώς ως η χώρα που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα γνώριζε πολύ καλά ότι υπήρχαν και άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ που βολεύονταν με την εναντίωση της Ελλάδας στην ένταξη της Τουρκίας και δεν ήταν πια διατεθειμένη να παίζει τον ρόλο του κακού, ενώ πολλοί από τους εταίρους της υποκριτικά έπαιζαν τον βολικό ρόλο του καλού. Όποια κι αν ήταν τα πραγματικά κίνητρα της μετατόπισης των θέσεων της Ελλάδας για το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διευκόλυνε την ανάπτυξη μιας διαφορετικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας.

Μετά το Ελσίνκι το 1999, άρχισε να κυριαρχεί η παραδοχή ότι η στάση αυτή της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας θα μπορούσε να συμβάλει όχι μόνο σε μια αμοιβαίως αποδεκτή και λειτουργική λύση στο πρόβλημα της Κύπρου και σε μια διασύνδεση της ελληνοτουρκικής διένεξης με το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά - πράγμα σημαντικότερο - θα την βοηθούσε να ενταχθεί στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές. Ο εξευρωπαϊσμός, δηλαδή, της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα «πίεζε» και την Τουρκία να διασυνδεθεί ακόμα περισσότερο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα οδηγούσε στην επιτυχή ταύτιση των συμφερόντων της τουρκικής πολιτικής και της οικονομικής ελίτ με εκείνα της ΕΕ, πράγμα που αναπόφευκτα θα μετέβαλλε την τουρκική συμπεριφορά σε πλαίσιο που θα ήταν συμβατό με τους κανόνες συμπεριφοράς της ΕΕ.

Ωστόσο, αυτή η παραδοχή λειτούργησε ικανοποιητικά για κάποιο διάστημα μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα και οι διμερείς σχέσεις βελτιώθηκαν, ιδιαίτερα με την υπογραφή συμφωνιών στα πεδία της οικονομίας, του εμπορίου, του τουρισμού, του περιβάλλοντος, δηλαδή της «χαμηλής πολιτικής». Υπήρξαν, επίσης, συζητήσεις για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και άρχισαν οι διερευνητικές επαφές, που ασχολήθηκαν όχι μόνο με την υφαλοκρηπίδα αλλά και με τα «συναφή θέματα» της οριοθέτησής της. Ωστόσο, η άνοδος στην εξουσία της Νέας Δημοκρατίας το 2004 δεν επέτρεψε να παραπεμφθούν οι «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» στη Χάγη, όπως προβλεπόταν από το Ελσίνκι. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή δεν αμφισβήτησαν τη βασική θέση της παραδοχής αυτής, ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να υποστηρίζει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, αρκεί βέβαια η Άγκυρα να τηρήσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ως υποψήφια προς ένταξη χώρα και να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις ένταξης με τους όρους που της έχουν τεθεί, συμπεριλαμβανομένης της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεών της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Η πολιτική αυτή αποδείχθηκε ορθή στο βαθμό που βοήθησε να ενταχθεί η Κύπρος στην ΕΕ και στο βαθμό που δημιούργησε μια νέα ατμόσφαιρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Όμως, σήμερα φαίνεται να έχει εξαντλήσει το δυναμισμό της για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, η Κύπρος είναι πια μέλος της Ε.Ε. Δεύτερον, η Τουρκία φαίνεται να έχει απωλέσει το ενδιαφέρον της για ένταξη στην ΕΕ, ενώ παράλληλα πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ δεν επιθυμούν τη συμμετοχή της Τουρκίας σ΄ αυτήν. Τρίτον, η Άγκυρα παρουσιάζεται ως μια αναδυόμενη ηγεμονική περιφερειακή δύναμη με οικονομική και στρατιωτική ισχύ που δεν έχει την ανάγκη της ΕΕ αλλά αντίθετα ισχυρίζεται ότι η ΕΕ την έχει ανάγκη. Τέταρτον, ο πρωθυπουργός Ερντογάν δίνει μια κρίσιμη πολιτική μάχη εναντίον του στρατιωτικού και του πολιτικού κατεστημένου και θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβεί, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, σε κινήσεις καλής θέλησης προς την Ελλάδα, άνευ ανταλλάγματος. Πέμπτον, οι περιώνυμες διμερείς διερευνητικές επαφές για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που διαρκούν εδώ και χρόνια (πενήντα τρεις γύροι!) δεν έχουν καταλήξει πουθενά, καθώς η Ελλάδα επιθυμεί να τεθεί επιτέλους ένα χρονοδιάγραμμα ώστε, αν δεν υπάρξει συμφωνία, να γίνει από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Η Άγκυρα, από την άλλη, θεωρεί ότι υπάρχουν και άλλα προβλήματα, όπως οι περιώνυμες γκρίζες ζώνες, η έκταση του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου και το νέο «αγκάθι» που είναι η απαίτηση της Τουρκίας να εξαιρεθεί το Καστελόριζο από οποιαδήποτε διευθέτηση για την υφαλοκρηπίδα κι ενδεχόμενη κήρυξη ΑΟΖ από την Αθήνα. Το αποτέλεσμα ήταν να ατονήσουν οι διερευνητικές επαφές και μάλιστα, εξαιτίας των εκλογών στην Ελλάδα και την Τουρκία, να μην πραγματοποιηθούν καθόλου από τον Ιούλιο του 2011 μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 και να έχει αναβληθεί κατ΄ επανάληψη η δεύτερη συνεδρίαση του ελληνοτουρκικού Συμβουλίου Συνεργασίας, η οποία αναμένεται να συγκληθεί στην Τουρκία την Άνοιξη του 2013. Υφίσταται, συνεπώς, η ανάγκη επανακαθορισμού της παραδοχής ότι η προοπτική ένταξης της Τουρκίας θα μεταβάλει τη τουρκική στάση στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό. Το ερώτημα βέβαια που παραμένει είναι ποια θα πρέπει να είναι η ελληνική στρατηγική και ποιο θα είναι το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

ΤΑ «ΚΛΕΙΔΙΑ» ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Η προσπάθεια να εξηγηθεί η κρατική συμπεριφορά στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, στο πλαίσιο μόνο των υπαγορεύσεων και των δεδομένων του διεθνούς και του εσωτερικού περιβάλλοντος, δεν είναι πάντοτε ορθή. Το «κλειδί» γιατί ένα κράτος συμπεριφέρεται κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο στην εξωτερική πολιτική του μπορεί να ανάγεται στον τρόπο που οι διαμορφωτές αποφάσεων αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα, η οποία μεταβάλλεται πολλές φορές χωρίς να γίνει άμεσα αντιληπτή ή και κατανοητή. Δηλαδή, δεν υφίσταται ανάγκη να δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στα «αντικειμενικά» δεδομένα της κατάστασης του διεθνούς και του εσωτερικού περιβάλλοντος, όταν οι υποκειμενικές αντιλήψεις των διαμορφωτών των αποφάσεων αλλά και οι δι-υποκειμενικές διαχρονικές πεποιθήσεις μιας κοινωνίας είναι αυτές που τελικά παίζουν ρόλο και προσδιορίζουν σε τελευταία ανάλυση το περιεχόμενο της εξωτερικής πολιτικής. Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Οι ανωτέρω κυριότερες παραδοχές, τόσο οι διαχρονικές όσο και οι πιο πρόσφατες, που αναφέρονται στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και έχουν υιοθετηθεί από τους διαμορφωτές αποφάσεων, καθιστούν έτσι έκδηλη την αναγκαιότητα ανάπτυξης ενός μεγαλύτερου προβληματισμού για το μέλλον των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία. Άλλες από αυτές τις παραδοχές υπερτιμούν τις δυνατότητες της Τουρκίας, όπως ότι η Τουρκία έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία σε σχέση με την Ελλάδα ή ότι η Τουρκία, εξαιτίας του δυναμισμού που η οικονομία της έχει αποκτήσει τα μέσα να περιθωριοποιήσει την Ελλάδα.

Άλλες, πάλι, παραδοχές δημιουργούν την εντύπωση ότι η Ελληνική εξωτερική πολιτική έχει στη φαρέτρα της όπλα, τα οποία στην πραγματικότητα, αν και έχουν χρησιμότητα, είναι υπερτιμημένα, όπως ότι το διεθνές δίκαιο είναι - σε όλα τα ζητήματα που θέτει η Τουρκία - ευνοϊκό προς τα συμφέροντά της Αθήνας και ότι πρέπει η πολιτική της να βασίζεται σε αυτό. Η αμφισβήτηση δε άλλων παραδοχών, όπως ότι η πολιτική του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας δεν είναι σε θέση πλέον να αποδώσει αποτελέσματα ή ότι η ασφάλεια της Ελλάδας βρίσκεται υπό αίρεση εξαιτίας των απειλών που εκτοξεύει η Τουρκία, θέτει ζητήματα διαμόρφωσης νέας στρατηγικής και υιοθέτησης νέων τακτικών.

Η αμφισβήτηση, ωστόσο, αυτών των παραδοχών δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η Ελλάδα κάτω από τη δεδομένη οικονομική συγκυρία και τον υπάρχοντα διεθνή συσχετισμό δυνάμεων της περιοχής θα πρέπει να προχωρήσει σε κινήσεις που ίσως δεν θα είναι σε θέση να τις ελέγξει, όπως είναι η ανακήρυξη μονομερώς των ορίων της δικής της ΑΟΖ. Ούτε πάλι σημαίνει ότι θα πρέπει a priori να υιοθετηθούν οι ισχυρισμοί ότι η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας σε σχέση με τη Τουρκία είναι μειωμένη ή ότι η Τουρκία, επειδή είναι μια μεγάλη χώρα με ισχυρή στρατιωτική βάση είναι και σε θέση να υπαγορεύει την πολιτική της στις γειτονικές χώρες, αζημίωτα. Η τουρκική εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με όλες σχεδόν τις όμορες χώρες της και πολλές πρωτοβουλίες της, όπως είδαμε, δεν ευοδώθηκαν.

e-afipnisi

* Ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου