"Forget Iran, it’s Israel’s Nuclear Gun Pointed at Obama's Head".
Πρόκειται πιθανώς για το μεγαλύτερο μύθο της αμερικανικής πολιτικής, που επαναλαμβάνεται adnauseam (κατά κόρον) από τους προεδρικούς υποψηφίους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας τους.Ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το Ισραήλ…
σε αντίθεση με τις σχέσεις τους με όλες τις άλλες χώρες. Αποκάλεσε αυτή τη φιλία «ακλόνητη», «διαρκή» και «μοναδική» αγκιστρωμένη «από τα κοινά συμφέροντα και τις βαθιά ριζωμένες αξίες μας».
Ο Mitt Romney, ο ρεπουμπλικάνος αντίπαλός του, προχώρησε ακόμη περισσότερο λέγοντας ότι δεν υπάρχει «ούτε μια ουγγιά διαφοράς ανάμεσα σε εμάς και τον ισραηλινό σύμμαχο μας». Μια πρόσφατη διαφήμιση του Romney για την εκλογή του, που υπογράμμισε την επίσκεψή του στο Ισραήλ αυτό το καλοκαίρι, μιλά για «βαθιά και πολύτιμη σχέση».
Αλλά τότε, τέτοιες δηλώσεις αποτελούν τη βάση μιας διαφαινόμενης Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, η πραγματικότητα είναι ότι η πολύτιμη φιλία δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιδικό παραμύθι που έχει αναπαραχθεί από τους πολιτικούς για να κρύψουν τις υποψίες -και άφθονες περιπτώσεις διπροσωπίας και προδοσίας- που σημάδεψαν αυτή τη σχέση από την ίδρυση του ισραηλινού κράτους.
Οι πολιτικοί προτιμούν να εκφράσουν την αιώνια αγάπη για το Ισραήλ, δίνοντας δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο σε βοήθεια, αλλά οι άρχουσες τάξεις της αμερικανικής ασφάλειας -τουλάχιστον σε ιδιωτικό επίπεδο- πάντα θεωρούσαν το Ισραήλ ως άπιστο συνέταιρο.
Αυτή η δυσπιστία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη να κρυφτεί σχετικά με το Ιράν. Το Ισραήλ έχει πιέσει ακούραστα την Ουάσιγκτον, προφανώς με την ελπίδα ότι θα υποστηρίξει ή ακόμα και θα ενταχθεί σε επίθεση εναντίον της Τεχεράνης για να σταματήσουν αυτό που το Ισραήλ ισχυρίζεται ότι είναι μια ιρανική προσπάθεια για να κατασκεύασει μια πυρηνική βόμβα κρυμμένη πίσω από το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας του.
Παρά το γεγονός ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εστιάζονται στην προσωπική έχθρα μεταξύ των Ομπάμα και Νετανιάχου, η αλήθεια είναι ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι γενικά διαφωνούν ριζικά με το Ισραήλ για αυτό το ζήτημα.
Η σύγκρουση ήρθε στο φως αυτό το μήνα με την κυκλοφορία εκθέσεων που διευκρινίζουν ότι το Πεντάγωνο είχε χαμηλώσει την έκταση της στρατιωτικής άσκησης με τον ισραηλινό στρατό, που προβλέπεται για τον επόμενο μήνα με την ονομασία «Austere Challenge» , που παρουσιάστηκε ως τη μεγαλύτερη και πιο σημαντική κοινή στρατιωτική άσκηση στην ιστορία των δύο χωρών.
Ο σκοπός της άσκησης ήταν να δοκιμαστεί η ετοιμότητα της πυραυλικής άμυνας του Ισραήλ για τη περίπτωση αντίποινων του Ιράν -ίσως ο μεγαλύτερος φόβος του Ισραήλ που το συγκρατεί σήμερα να προχωρήσει μόνο του. Το κύριο πλεονέκτημα του Πενταγώνου σε σχέση με το Ισραήλ είναι το ραντάρ με συχνότητα φάσματος Χ, που σταθμεύει στο Ισραήλ, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά με αμερικανικό προσωπικό, το οποίο θα παρείχε έγκαιρες προειδοποιήσεις στο Ισραήλ για τους ιρανικούς πυραύλους.
Ένας ανώτερος ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος δήλωσε στο περιοδικό Time magazine ποιο ήταν το μήνυμα της αναθεώρησης του Πενταγώνου: «Απλά, οι Αμερικανοί μας λένε, «Εμείς δεν σας έχουμε εμπιστοσύνη».
Αλλά η διχόνοια μεταξύ των δύο «ακλόνητων συμμάχων» δεν περιορίζεται στο Ιράν.
Η αντιπάθεια ήταν ο κανόνας για δεκαετίες. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, πρώην πράκτορες της CIA όπως και άλλοι ακόμα σε υπηρεσία, αναγνώρισαν ότι το αμερικανικό κατεστημένο (establishment) της ασφαλείας της χώρας θεωρούσε πάντα το Ισραήλ ως πρώτη απειλή αντι-κατασκοπείας στη Μέση Ανατολή.
Ο πιο διαβόητος κατάσκοπος που εργαζόταν για το Ισραήλ ήταν ο Jonathan Pollard, ένας αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών του Ναυτικού που πέρασε χιλιάδες απόρρητα έγγραφα στο Ισραήλ στη δεκαετία του 1980. Οι επανειλημμένες αιτήσεις του Ισραήλ για την απελευθέρωση του ήταν μια πραγματική πληγή για το Πεντάγωνο, εν μέρει επειδή οι αξιωματούχοι πιστεύουν ότι οι υποσχέσεις του Ισραήλ ότι δεν θα επιτρέψει, από δω και στο εξής, κατασκόπους να δράσουν σε αμερικανικό έδαφος είναι ανειλικρινείς.
Τουλάχιστον δύο επιπλέον κατάσκοποι έχουν ταυτοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Το 2008, ο Ben-Ami Kadish, ένας πρώην μηχανικός του στρατού, παραδέχθηκε ότι είχε επιτρέψει σε Ισραηλινούς πράκτορες να φωτογραφίσουν απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ για μαχητικά αεροσκάφη και πυρηνικά όπλα στη δεκαετία του 1980. Και το 2006, ο Lawrence Franklin, ένας ανώτερος αξιωματούχος της άμυνας των ΗΠΑ, καταδικάστηκε επειδή πέρναγε στο Ισραήλ διαβαθμισμένα έγγραφα που αφορούσαν το Ιράν.
Στην ουσία, αυτές οι προδοσίες αναλήφθηκαν από Ουάσιγκτον από την αρχή της σχέσης.
Στα πρώτα χρόνια ύπαρξης του Ισραήλ, μια αμερικανική βάση στην Κύπρος παρακολουθούσε τις δραστηριότητες του Ισραήλ, και σήμερα οι ισραηλινές επικοινωνίες υποκλέπτονται από μια ομάδα γλωσσολόγων στα εβραϊκά που σταθμεύει στο Fort Meade, στο Maryland.
Τα έγγραφα που δημοσιεύονται αυτό το μήνα από τα αρχεία της ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας αποκαλύπτουν ότι το Ισραήλ είχε ταυτοποιήσει τελικά τα μυστηριώδη αεροσκάφη που πέταγαν επάνω στο έδαφος του σε υψηλό υψόμετρο σε όλη τη δεκαετία του 1950 ως αμερικανικά κατασκοπευτικά U-2.
Ένα σημάδι της επιφύλαξης των Αμερικανών: το Ισραήλ δεν έχει συμπεριληφθεί στην κλίκα των χωρών με τις οποίες η Ουάσιγκτον μοιράζει ευαίσθητες πληροφορίες. Τα μέλη της ομάδας «Πέντε Μάτια (Five Eyes)», που αποτελείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία έχουν υποσχεθεί να μη κατασκοπεύσει ο ένας τον άλλο -ένας όρος που το Ισραήλ θα είχε επανειλημμένα παραβιάσει αν ήταν μέλος.
Εξάλλου, το Ισραήλ έκλεψε ακόμη και την ταυτότητα πολιτών αυτών των χωρών για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων της Μοσάντ. Η πιο αξιοσημείωτη ήταν τα πλαστά διαβατήρια που χρησιμοποίησε το Ισραήλ για να περάσει λαθραία Ισραηλινούς πράκτορες στο Ντουμπάι το 2010 για τη δολοφονία του ηγέτη της Χαμάς Μαχμούντ Αλ Μαμπχούχ.
Το Ισραήλ είναι πολύ μακριά από το να είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος στο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρώην αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών, δήλωσε στο Associated Press τον Ιούλιο, ότι το Ισραήλ κατατάχτηκε σε χαμηλότερη θέση από τη Λιβύη στον κατάλογο των χωρών που συμβάλλουν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, κατάλογο που εκδόθηκε από την κυβέρνηση Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Γιατί λοιπόν όλη αυτή η συζήτηση για τον ιδιαίτερο σύνδεσμο, αν η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται από μια τέτοια βαθιά δυσπιστία;
Μέρος της απάντησης βρίσκεται στις τακτικές εκφοβισμού του τρομερού φιλο-ισραηλινού λόμπι στην Ουάσιγκτον. Ο Thomas Friedman, από τη New York Times , μίλησε για έναν αυξανόμενο αριθμό παρατηρητών πέρυσι, όταν έγραψε ότι το Κογκρέσο των ΗΠΑ πράγματι «εξαγοράστηκε και πληρώθηκε» από λομπίστες του Ισραήλ.
Αυτή η εξουσία ήταν πολύ εμφανής την περασμένη εβδομάδα, όταν η «Δημοκρατική Εθνική Συνέλευση (Democratic National Convention)» υιοθέτησε μια νέα τροποποιημένη πολιτική ορίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, σε αντίθεση τόσο με το διεθνές δίκαιο όσο και με τις επιθυμίες των αντιπροσώπων.
Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος, για τον οποίον γίνεται λιγότερο συζήτηση.
Ο Francis Perrin, διευθυντής της γαλλικής Ατομικής Υπηρεσίας στη δεκαετία του 1950 και του 1960, όταν η Γαλλία βοηθούσε το Ισραήλ να αναπτύξει το πυρηνικό όπλο του, ενάντια στη βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε ήδη παρατηρήσει ότι η ισραηλινή βόμβα κατευθυνόταν στην ουσία «κατά των Αμερικανών».
Όχι επειδή το Ισραήλ ήθελε να επιτεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά επειδή το Ισραήλ έχει συνειδητοποιήσει ότι -εφόσον διαθέτει το μοναδικό πυρηνικό οπλοστάσιο στη Μέση Ανατολή- οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πήγαιναν παρά σπάνια έναντι της πορείας του, ακόμη και αν οι πολιτικές του είναι αντίθετες προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Για το αυτό λόγο, και για κανένα άλλο, το Ισραήλ είναι αποφασισμένο να εμποδίσει οποιοδήποτε ανταγωνιστή, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν, να αποκτήσει το πυρηνικό όπλο που θα έβαζε τέρμα στο μονοπώλιο του.
Jonathan Cook won the Martha Gellhorn Special Prize for Journalism.
Related Posts : Απόψεις,
Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου